Της Ελίν Μιζ*
Κατά γενική σχεδόν ομολογία, οι παγκόσμιες ανισορροπίες στο εμπόριο και την εισροή κεφαλαίων ευθύνονται, τουλάχιστον εν μέρει, για την οικονομική κρίση και την επακόλουθη ύφεση που κλονίζουν την παγκόσμια οικονομία από το 2008.
Ωστόσο, δεν δημιουργούνται όλες οι ανισορροπίες με τον ίδιο τρόπο και για το λόγο αυτό είναι σημαντικό να εξετάσουμε τις συνέπειες των εξωτερικών συναλλαγών κάθε χώρας απέναντι στην παγκόσμια οικονομική σταθερότητα και ευημερία.
Η πιο κοινή εξήγηση για την κρίση είναι και η πλέον γνωστή: η αύξηση στις τιμές ακινήτων τροφοδότησε την ιδιωτική κατανάλωση στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τις αρχές του 2000 παρά την υποτονική αύξηση των μισθών. Παράλληλα με το αυξανόμενο έλλειμμα στον προϋπολογισμό των ΗΠΑ, διογκώθηκε και το ήδη διευρυμένο έλλειμμα των τρεχουσών συναλλαγών της Αμερικής ενώ ακολούθησε ένα ολοένα και πιο υψηλό εξωτερικό πλεόνασμα στην Κίνα που, καθώς εκτοξεύονταν οι τιμές πετρελαίου, παρατηρήθηκε και στις πετρελαιοπαραγωγές χώρες όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Στο μεταξύ, η Ευρώπη έδειχνε, τουλάχιστον επιφανειακά, να διαθέτει εκπληκτικά εξισορροπημένες συναλλαγές είτε εξετάζοντας και τα 27 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είτε μόνο τα 16 κράτη-μέλη της ευρωζώνης. Ενώ το έλλειμμα των τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ ανερχόταν μέχρι το 6% του ΑΕΠ, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η ευρωζώνη σπάνια παρουσίαζαν έλλειμμα –ή πλεόνασμα- που ξεπερνούσε το 1% του ΑΕΠ.
Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, αποδείχθηκε ολοφάνερα ότι η εικόνα αυτή ήταν μια ψευδαίσθηση. Κάτω από την επιφάνεια, συσσωρεύονταν τεράστιες ανισορροπίες που οδήγησαν σε ραγδαία άνοδο, τροφοδοτούμενη από χρέη, των τιμών ακινήτων στην περιφέρεια του ευρώ. Η Γερμανία και η Ολλανδία παρουσίαζαν πλεονάσματα που κυμαίνονταν μεταξύ 7% και 9% του ΑΕΠ εξισορροπώντας τις τρέχουσες συναλλαγές της ευρωζώνης στο σύνολό της. Όμως, μέχρι το 2006, η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ελλάδα σημείωναν ελλείμματα στις τρέχουσες συναλλαγές τους της τάξεως του 9% του ΑΕΠ ή και μεγαλύτερα.
Η σχέση Κίνας-ΗΠΑ θυμίζει τη σχέση μεταξύ εταιρείας πωλήσεων μέσω ταχυδρομείου και αφερέγγυου πελάτη. Η πιο πυκνοκατοικημένη χώρα στον κόσμο είναι ο μεγαλύτερος εξωτερικός πιστωτής της κυβέρνησης των ΗΠΑ και των επιχειρήσεων που επιδοτούνται από αυτή όπως η Fannie Mae και η Freddie Mac. Τα επίσημα συναλλαγματικά αποθέματα της Κίνας ξεπερνούν τα 2,5 τρισεκατομμύρια δολάρια, και προέρχονται από πλεονάσματα διψήφιων τρεχουσών συναλλαγών και εισροές κεφαλαίων, ενώ επενδύονται κυρίως σε ομόλογα του αμερικανικού Δημοσίου.
Ορισμένοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι ο ρόλος της Γερμανίας μέσα στην ευρωζώνη είναι ίδιος με εκείνο της Κίνας στην «Κιναμερική», ονομασία που επινόησαν οι Νάιαλ Φέργκιουσον και Μόριτζ Σούλαρικ για να περιγράψουν τη συμβιωτική οικονομική και εμπορική σχέση Κίνας-ΗΠΑ. Αυτή η σύγκριση είναι βάσιμη αν εστιάσουμε μονάχα στην πλευρά των τρεχουσών συναλλαγών του ισοζυγίου πληρωμών. Το 2007, καθώς το εξωτερικό πλεόνασμα άγγιζε το επίπεδο-ρεκόρ του 7,5% του ΑΕΠ, το μεγαλύτερο διμερές πλεόνασμα της Γερμανίας ήταν με τις ΗΠΑ (29,5 δισεκατομμύρια ευρώ) ακολουθούμενες από την Ισπανία, τη Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιταλία, ενώ το κυριότερο διμερές έλλειμμά της (21,2 δισεκατομμύρια ευρώ) ήταν με την Κίνα, ακολουθούμενη από τη Νορβηγία, την Ιρλανδία και την Ιαπωνία.
Η Γερμανία, όμως, δεν συσσώρευσε συναλλαγματικά αποθέματα όπως η Κίνα. Αντιθέτως, τα γερμανικά συναλλαγματικά αποθέματα σημείωσαν, στην πραγματικότητα, πτώση μεταξύ του 2000 και του 2008. Ενώ η Κίνα αποτελεί ένα μεγάλο καθαρό αποδέκτη άμεσης ξένης επένδυσης (ΑΞΕ-FDI), η Γερμανία είναι ένας σημαντικός καθαρός εξαγωγέας ΑΞΕ. Η καθαρή εισροή ΑΞΕ της Κίνας ανήλθε το 2008 στα 94 δισεκατομμύρια δολάρια, σε σύγκριση με την καθαρή εκροή ΑΞΕ ύψους 110 δισεκατομμυρίων δολαρίων της Γερμανίας.
Πράγματι, η καθαρή ΑΞΕ αποτελεί περίπου το ένα τρίτο του λογαριασμού κεφαλαίου της Γερμανίας. Πάνω από τις μισές αυτές επενδύσεις πραγματοποιούνται σε άλλες χώρες τις Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ ένα 30% προορίζεται για τις ΗΠΑ. Σύμφωνα με την Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας (Bundesbank), η γερμανική ΑΞΕ ευθύνεται για σχεδόν έξι εκατομμύρια θέσεις εργασίας στο εξωτερικό. Ο αριθμός αυτός δεν περιλαμβάνει τις επιπρόσθετες θέσεις εργασίας που προκύπτουν από την αυξημένη οικονομική δραστηριότητα σε μια περιοχή.
Συνεπώς, το πλεόνασμα της Γερμανίας δεν είναι τόσο επιζήμιο όσο της Κίνας, εφόσον αξιοποιείται σε επενδύσεις που ενισχύουν τα κέρδη παραγωγικότητας, την οικονομική ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας, ενώ συχνά συνεπάγονται τη μεταφορά τεχνολογίας που βοηθά στην αύξηση ανθρώπινου κεφαλαίου.
Αντιθέτως, το πλεόνασμα της Κίνας προορίζεται, σε μεγάλο βαθμό, για ομόλογα του αμερικανικού Δημοσίου, με αποτέλεσμα να ενισχύει κυρίως την προσωπική κατανάλωση –μια διαδικασία που αποκορυφώθηκε στις αρχές του 2000, καθώς οι περικοπές φόρων της κυβέρνησης Μπους, μαζί με την επαναχρηματοδότηση των ακινήτων και τα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια, μετέτρεψαν το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ σε καταναλωτική πίστη. Αναμφισβήτητα, και η ζήτηση που πηγάζει από την κινέζικη πίστωση ενισχύει την οικονομική ανάπτυξη, αλλά κυρίως στην Κίνα λόγω της ραγδαίας αύξησης των εξαγωγών προς τις ΗΠΑ.
Καθώς το μεγαλύτερο μέρος της μεταπολεμικής γενιάς της θα συνταξιοδοτηθεί στην επόμενη δεκαετία, η Γερμανία διαθέτει ένα ισχυρό κίνητρο για αποταμίευση. Εν όψει της συρρίκνωσης του εργατικού δυναμικού της χώρας και της ήδη υψηλής αναλογίας κεφαλαίου-εργασίας, είναι εξίσου κατανοητό ότι οι Γερμανοί επενδυτές δεν διακρίνουν πολλές ευκαιρίες εγχώριας επένδυσης και, επομένως, επιλέγουν να επενδύσουν στο εξωτερικό.
Είναι, ασφαλώς, θλιβερό το γεγονός ότι οι γερμανικές τράπεζες και τα συνταξιοδοτικά ταμεία δάνεισαν χρήματα με υπερβολικά ευνοϊκούς όρους σε χώρες που ήταν επιβαρυμένες με χρέη όπως η Ισπανία, η Ελλάδα και η Πορτογαλία, διογκώνοντας τις φούσκες ενεργητικού οι οποίες στο τέλος θα έσκαγαν. Όπως κάθε πιστωτής που πραγματοποιεί απερίσκεπτες επενδύσεις, έτσι και οι τράπεζες και τα συνταξιοδοτικά ταμεία πρέπει να πληρώσουν το τίμημα.
ΠαρΆ όλα αυτά, οι διαφορές μεταξύ Κίνας και Γερμανίας είναι πολύ πιο ουσιαστικές από ό,τι οι ομοιότητές τους –κυρίως όσον αφορά στον τρόπο που αξιοποιούν τα πλεονάσματά τους. Βάζοντας, όμως, όλες τις πλεονασματικές χώρες –ή όλες τις ελλειμματικές χώρες- στο ίδιο τσουβάλι, δεν θα μας βοηθήσει να βρούμε ένα τρόπο επανεξισορρόπησης της παγκόσμιας οικονομίας.
*Η Ελίν Μιζ είναι οικονομολόγος και δικηγόρος γεννημένη στην Ολλανδία. Εργάζεται, επίσης, ως ερευνήτρια στη Σχολή Οικονομικών του Εράσμειου Πανεπιστημίου (Erasmus School of Economics) στο Ρότερνταμ. Είναι η συγγραφέας βιβλίου για το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδρύτρια της γυναικείας επιτροπής δράσης Γυναίκες στην Κορυφή (Women on Top).
Το βιβλίο της Between Greed and Desire – The World Between Wall Street and Main Street (Μεταξύ Απληστίας και Επιθυμίας – Ο Κόσμος μεταξύ Γουόλ Στριτ και Μέιν Στριτ) εκδόθηκε στην Ολλανδία το 2009.Το τελευταίο της βιβλίο Weg met het deeltijdfeminisme! (Έξω ο εφήμερος φεμινισμός!) εξετάζει το φεμινισμό τρίτης γενιάς.
Copyright: Project Syndicate, 2010