Οι θάνατοι από επιπλοκές στη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του τοκετού έχουν μειωθεί κατά ένα τρίτο (34%) τις τελευταίες δύο δεκαετίες, ανακοίνωσε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ), ωστόσο χίλιοι θάνατοι που θα μπορούσαν ν΄αποφευχθούν καταγράφονται καθημερινά.
Οι γυναίκες στις πιο φτωχές χώρες έχουν 36 φορές περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν από αιτίες που σχετίζονται με την εγκυμοσύνη σε σχέση με εκείνες που ζουν σε πλούσιες χώρες, ανακοίνωσε ο ΠΟΥ προσθέτοντας ότι τα ποσοστά θνησιμότητας παραμένουν υψηλότερα από τους στόχους των Ηνωμένων Εθνών.
«Πρέπει να κάνουμε περισσότερα για να βοηθήσουμε τις γυναίκες που κινδυνεύουν περισσότερο», είπε ο Εκτελεστικός Διευθυντής της UNICEF, Αντονι Λέικ, απευθύνοντας παράλληλα έκκληση για μεγαλύτερη μέριμνα σε ό,τι αφορά στη μαιευτική φροντίδα σε αγροτικές περιοχές, σε εμπόλεμες ζώνες και μεταξύ γυναικών φορέων του ιού του AIDS, HIV.
Περίπου το 99% των 358.000 θανάτων που συνδέονται με τη γέννα, το 2008, καταγράφηκαν σε αναπτυσσόμενες χώρες, ενώ οι περισσότεροι από τους μισούς σημειώθηκαν στην υποσαχάρειο Αφρική, σύμφωνα με έκθεση που δημοσιεύτηκε εν όψει διάσκεψης στη Νέα Υόρκη για τους Αναπτυξιακούς Στόχους της Χιλιετίας.
Για να ικανοποιήσουν το στόχο των Ηνωμένων Εθνών τα ποσοστά θνησιμότητας που συνδέονται με τη γέννα, θα έπρεπε να καταγράφεται ετησίως μείωση των θανάτων κατά 5.5% από τώρα και μέχρι το 2015.
Το ποσοστό μείωσης από το 1990, όταν οι θάνατοι που συνδέονταν με την εγκυμοσύνη και τη γέννα ήταν 546.000, ήταν 2.3%.
Οι τέσσερις κυριότερες αιτίες γυναικείας θνησιμότητας που συνδέονται με τη γέννα ή την εγκυμοσύνη, είναι η αιμορραγία κατά τον τοκετό, οι μολύνσεις, η υπέρταση και οι αμβλώσεις που δεν τηρούν τις προϋποθέσεις ασφαλείας, σύμφωνα με στοιχεία του ΠΟΥ.
«Αυτές οι επιπλοκές προκαλούν πολλούς θανάτους που εύκολα μπορεί να προληφθούν», είπε ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Μπαν Κι-μουν σε συνέντευξη Τύπου.
«Δεν μπορούμε απλά να δεχτούμε αυτή την απαράδεκτη, αφόρητη κατάσταση όπου οι ζωές εκατομμυρίων γυναικών χάνονται μάταια».
Η βελτίωση που παρατηρείται συνολικά από το 1990 αποδίδεται στην καλύτερη εκπαίδευση των μαιών, τις βελτιωμένες υπηρεσίες οικογενειακού προγραμματισμού, τις καλύτερες τεχνικές τοκετού και τη φροντίδα της λεχώνας σε νοσοκομεία και κλινικές.
Ο αντιπρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας, Ταμάρ Μανουελιάν Ατίνκ, δήλωσε ότι η βοήθεια στις φτωχές οικογένειες να έχουν πρόσβαση στην ιατρική φροντίδα- συμπεριλαμβανομένου του οικογενειακού προγραμματισμού-η έκτακτη μαιευτική φροντίδα και η παρακολούθηση μετά τη γέννα είναι απαραίτητες για τη μείωση των ποσοστών θνησιμότητας.