Του Μοτζιμίρ Χαμπλ*
Ένας από τους πυλώνες της ενιαίας αγοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η εναρμόνιση –κάτι που με μια πρώτη ματιά φαίνεται πολύ λογικό. Τα εναρμονισμένα κανονιστικά πλαίσια διευκολύνουν τη διακίνηση των κεφαλαίων και της εργασίας για εξεύρεση των καλύτερων δυνατών τρόπων αξιοποίησής τους.
Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι ο ενωτικός ζήλος των Φιλοευρωπαίων έχει ξεπεράσει την οικονομική –ακόμη και την κοινή– λογική. Η περαιτέρω ενοποίηση και εναρμόνιση δεν φέρνει απαραίτητα αποτελεσματικές –ή ακόμη και λογικές– λύσεις στα προβλήματα της ΕΕ.
Βασικό μέλημα των νέων ευρωπαϊκών ρυθμιστικών μέτρων που εξετάζονται (πέραν των κανονισμών της νέας Βασιλείας ΙΙΙ, όπως αποκαλείται) είναι η διασφάλιση μεγαλύτερης σταθερότητας στο χρηματοοικονομικό σύστημα. Μια έμμεση επίδραση θα είναι η μείωση του μεγέθους του χρηματοοικονομικού κλάδου –τόσο σε απόλυτους όρους όσο και σε σύγκριση με την οικονομία– και η συγκρατημένη ανάπτυξή του στο μέλλον.
Ανάλογες επιδράσεις, όμως, θα δεχθούν και τα κράτη της ΕΕ όπου ο χρηματοοικονομικός κλάδος παρουσιάζει υψηλό βαθμό σταθερότητας στην παρούσα κρίση. Η παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών θα γίνει παντού πιο δύσκολη και ακριβή, έστω και αν οι τράπεζες κάποιων κρατών χρηματοδοτούνται από σταθερές μακροπρόθεσμες καταθέσεις αντί για βραχυπρόθεσμα διατραπεζικά δάνεια, ενώ έχουν ελάχιστα τοξικά στοιχεία ενεργητικού και τοπικά δάνεια που καλύπτονται πιο εύκολα από τις εγχώριες καταθέσεις.
Αυτός είναι ο λόγος που έχουν υψωθεί αρκετές φωνές διαμαρτυρίας ενάντια στην ιδέα ενός εναρμονισμένου τραπεζικού φόρου ή τέλους για όλες τις τράπεζες της ΕΕ. Δύσκολα, όμως, θα δεχθούν αυτόν το φόρο –τον οποίο υποστηρίζουν σθεναρά τα κράτη που είδαν τον χρηματοοικονομικό τους τομέα να κατακρημνίζεται μετά την κρίση– οι χώρες της ΕΕ που δεν αναμίχθηκαν στη διάσωση των τραπεζών τους.
Ο φόρος είναι ένας εύκολος τρόπος διασποράς του πολιτικού και οικονομικού κόστους της κρίσης από λίγα σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ. Εάν επιβληθεί, τα κεφάλαια των τραπεζών θα λιγοστέψουν, η ροή πιστώσεων θα επιβραδυνθεί και οι προμήθειες των τραπεζών θα αυξηθούν στις χώρες που έχουν αρκετά σταθερό χρηματοοικονομικό κλάδο, μόνο και μόνο επειδή οι άλλοι ξόδεψαν μια περιουσία για να στηρίξουν τα χρηματοοικονομικά τους συστήματα –και επειδή η Κομισιόν δεν χάνει ποτέ την ευκαιρία να ενοποιήσει τους κανονισμούς στην ΕΕ.
Το ίδιο ισχύει, για παράδειγμα, για το σύστημα διαπραγμάτευσης των παράγωγων προϊόντων. Ο ζήλος για εναρμόνιση στο συγκεκριμένο τομέα που επικρατούσε προ κρίσης έχει ως αποτέλεσμα παντού στην ΕΕ να γίνει πιο ακριβή η αντιστάθμιση των συναλλαγματικών διακυμάνσεων ή των απροσδόκητων μεταβολών των επιτοκίων. Δεν είναι ούτε απαραίτητο ούτε αιτιολογημένο να συμμετέχουν όλα τα κράτη της ΕΕ σε αυτή την εναρμόνιση.
Επιπλέον, πολύ σύντομα είναι πιθανό να έχουμε ένα ενοποιημένο, εναρμονισμένο και εκ των άνω ενδυναμωμένο σύστημα για πληρωμές σε ευρώ –είτε μεταξύ είτε εντός των κρατών. Η Κομισιόν θεωρεί κάπως ύποπτο το ότι κάθε χώρα έχει το δικό της σύστημα και ότι τα εθνικά αυτά συστήματα χρησιμοποιούνται από περισσότερους πελάτες και για περισσότερες συναλλαγές σε σύγκριση με το εναρμονισμένο σύστημα πληρωμών «Ενιαίος χώρος πληρωμών σε ευρώ – SEPA».
Το οξύμωρο σε αυτό είναι ότι, στην αρχή, η συμμετοχή ιδιωτικών τραπεζών στο SEPA ήταν απόλυτα προαιρετική. Πολλά εθνικά συστήματα, όμως, αναπτύσσονται εδώ και πολλά χρόνια. Εκατομμύρια πελάτες έχουν επιλέξει να στηρίζονται σε αυτά για να κάνουν τις χρεωστικές και πιστωτικές κινήσεις τους γιατί, απλούστατα, δεν είχαν ποτέ λόγο να στραφούν στο σύστημα SEPA, το οποίο χρησιμοποιεί διαφορετικούς κωδικούς, ακρωνύμια και σύμβολα.
Αυτό είναι το σύστημα που η Κομισιόν θέλει να επιβάλει σε όλη την ΕΕ, απαγορεύοντας παράλληλα όλα τα προϊόντα που δεν είναι συμβατά με το SEPA. Οι πελάτες θα πρέπει να αλλάξουν τις εντολές πληρωμών και τις συνήθειές τους μόνο και μόνο επειδή η εναρμόνιση έχει γίνει αυτοσκοπός πολλών στην ΕΕ. Ένας απλός κανόνας που πρέπει να εφαρμοστεί σε αυτόν τον ευαίσθητο τομέα τόσο πιστά όσο εφαρμόζεται και οπουδήποτε αλλού είναι ότι «εάν δεν χαλάσει κάτι δεν το φτιάχνεις».
Η αμφιλεγόμενη εναρμόνιση και ενοποίηση έχει δρομολογηθεί, επίσης, και σε έναν άλλο τομέα: τις μακροοικονομικές επιδόσεις. Την τελευταία δεκαετία, έχουμε δει πώς το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (με το οποίο τα κράτη της ΕΕ δεσμεύονται να διατηρήσουν σε χαμηλά επίπεδα το δημόσιο χρέος και το έλλειμμα) είχε βουλιάξει μέσα σε μια θάλασσα ανεκτικότητας. Τελευταία, φαίνεται ότι η ΕΕ συνειδητοποίησε πως, χωρίς βούληση, κανένα σύμφωνο –όσο αξιέπαινο σκοπό και αν έχει– δεν μπορεί να εξασφαλίσει υγιείς δημοσιονομικές πολιτικές.
Σήμερα, τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα δεν προσπαθούν μόνο να «φτιάξουν» το Σύμφωνο, αλλά αναζητούν και τρόπους για να διευρύνουν το πεδίο εφαρμογής του ώστε να μπορεί να τιμωρεί τα κράτη της ΕΕ για τις «μακροοικονομικές ανισορροπίες» τους. Ας δούμε μερικές από τις προτάσεις της αρμόδιας επιτροπής οικονομικής διακυβέρνησης του προέδρου της ΕΕ, Χέρμαν Βαν Ρόμπεϊ. Εάν, για παράδειγμα, ένα φτωχότερο κράτος μέλος διανύει μια περίοδο ουσιαστικής σύγκλισης αλλά παρουσιάζει προσωρινό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών –όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις– είναι πιθανό να υποστεί κυρώσεις επειδή δεν είναι αρκετά «εναρμονισμένο».
Το ίδιο ισχύει και για μια χώρα που διανύει περίοδο ραγδαίας αύξησης της παραγωγικότητας επειδή έχει μεταρρυθμίσει την αγορά εργασίας ή έχει κρατήσει τους πραγματικούς μισθούς σε χαμηλά επίπεδα και έχει πλεόνασμα εμπορικού ισοζυγίου. Το να είναι μια χώρα τόσο πρωτοποριακή, ανταγωνιστική, ευέλικτη, δυναμικά αναπτυσσόμενη και να εξάγει σε αυτό το βαθμό μπορεί να εξελιχθεί σε «πρόβλημα» υπό αυτή τη στρεβλωμένη έννοια της εναρμόνισης. Γερμανοί, για ποιον χτυπάει η καμπάνα; Σας τρόμαξε;
Υπάρχουν πολλοί τομείς της οικονομικής ζωής στην ΕΕ όπου η εναρμόνιση πράγματι βοηθάει. Όμως, δεν ανήκει αναγκαστικά σε αυτή την κατηγορία κάθε πτυχή του χρηματοοικονομικού ρυθμιστικού πλαισίου και των μακροοικονομικών επιδόσεων. Στην οικονομική ζωή θέλουμε ανταγωνισμό, όχι μονοπώλια. Ευπρόσδεκτος θα ήταν, όμως, ο ανταγωνισμός και στους κανονισμούς της διακυβέρνησης.
*Ο Μοτζιμίρ Χαμπλ είναι αναπληρωτής διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Τσεχίας και μέλος της Οικονομικής και Δημοσιονομικής Επιτροπής της ΕΕ.
Copyright: Project Syndicate, 2010