Το τιμητικό ρεκόρ του είδους με τους μεγαλύτερους όρχεις κατοχύρωσε ένα μικροσκοπικό έντομο: ο γρύλος. Σύμφωνα με νέα μελέτη ερευνητών από τα πανεπιστήμια του Ντάρμπι και του Κέιμπριτζ, η μάζα των όρχεων του πράσινου γρύλου που απαντάται συνήθως σε δέντρα και θάμνους, ανέρχεται στο 14% της συνολικής μάζας του σώματός του! Κάτοχος του συγκεκριμένου τίτλου ήταν έως σήμερα η μύγα - ή τουλάχιστον έτσι πίστευαν οι επιστήμονες - με όρχεις που φθάνουν το 10,6% της μάζας σώματος.
Ωστόσο, δεν ισχύει το ίδιο και για τις ικανότητές τους στον τομέα της αναπαραγωγής, αφού όπως γράφουν οι ερευνητές στην επιθεώρηση Biology Letters, εκκρίνουν πολύ μικρή ποσότητα σε κάθε επαφή τους. Η διαπίστωση αυτή έρχεται σε αντιδιαστολή με τα ευρήματα παλαιότερων ερευνών, κυρίως σε θηλαστικά, που υπαγόρευαν ότι το μέγεθος είναι ανάλογο με την ποσότητα σπέρματος. Η έρευνα πάντως φαίνεται πως επιβεβαιώνει προηγούμενες μελέτες γύρω από διάφορα είδη που κατέδειξαν ότι όσο περισσότερες συντρόφους έχει ένα αρσενικό, τόσο μεγαλύτερους όρχεις διαθέτει.
Οι ερευνητές των δύο βρετανικών πανεπιστημίων μελέτησαν την ανατομία 21 ειδών γρύλου. Παρότι η αναλογία όρχεων/σώματος διέφερε από είδος σε είδος, βρήκαν ότι ένα από αυτά με την ονομασία Platycleis affinis σπάει - και μάλιστα με μεγάλη διαφορά - το ρεκόρ που έως σήμερα θεωρούσαν πως κατείχε η μύγα. Για να συλλάβει κανείς το μέγεθός τους, αν οι γρύλοι ήταν άνθρωποι οι όρχεις τους θα ζύγιζαν από πέντε κιλά έκαστος!
Ο Καρίμ Βάχεντ που συμμετείχε στην έρευνα δηλώνει έκπληκτος από τα ευρήματα: «καλύπτουν ολόκληρη την κοιλιακή τους χώρα!» Επιχειρώντας να εξηγήσει τη διαπίστωση ότι όσο αυξάνεται το μέγεθος τόσο μειώνεται η ποσότητα σπέρματος που εκκρίνεται, ο καθηγητής λέει ότι «ενισχύεται η εναλλακτική υπόθεση πως μεγαλύτερη σημασία έχει ο αριθμός των θηλυκών που το αρσενικό μπορεί να γονιμοποιήσει παρά το ποσοστό επιτυχίας (της γονιμοποίησης)». Εξηγεί ότι σε κοινωνίες ζώων όπου τα θηλυκά ζευγαρώνουν με πολλούς συντρόφους, οι μεγάλοι όρχεις προσφέρουν περισσότερες ευκαιρίες στα αρσενικά. Οι θηλυκοί γρύλοι ζευγαρώνουν κατά μέσο όρο 23 φορές κατά τη διάρκεια της ζωής τους, που δεν ξεπερνά τους δύο μήνες.
Ο Βάχεντ λέει ότι τα ευρήματα της έρευνας που εκπόνησε η ομάδα βοηθούν να εξουδετερωθεί μια έμφυτη προκατάληψη που υπάρχει στην επιστήμη: να «προτιμούμε» τις θεωρίες που υπαγορεύουν ότι το υπό μελέτη είδος έχει τις μεγαλύτερες ομοιότητες με τους ανθρώπους. «Ένα σημαντικό μήνυμα που προκύπτει από την έρευνα είναι ότι δεν θα πρέπει να περιμένουμε οι ίδιοι κανόνες να βρίσκουν εφαρμογή σε όλα τα είδη».