Κατάφορτο από εμπορικούς αμφορείς, που χρονολογούνται στα τέλη του 2ου ή τις αρχές του 1ου αιώνα π.Χ.,είναι το ναυάγιο της ύστερης ελληνιστικής περιόδου στη νήσο Στύρα του Νοτίου Ευβοϊκού. Οι εργασίες της 1ης ανασκαφικής περιόδου ολοκληρώθηκαν κατά τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο 2010.
Το ναυάγιο είχε αξιολογηθεί ως ιδιαίτερα ενδιαφέρον λόγω του φορτίου του όσο και λόγω της αυξημένης πιθανότητας εύρεσης των ξύλινων λειψάνων του σκαριού, εντοπίστηκε το 2007.
Κατά την ερευνητική περίοδο του 2010, ολοκληρώθηκε η αποτύπωση των επιφανειακών ευρημάτων του ναυαγίου με χρήση φωτογραμμετρικής μεθόδου, εκπονήθηκαν φωτομωσαϊκά υψηλής ευκρίνειας και διενεργήθηκαν δύο προκαταρκτικές ανασκαφικές τομές στη βαθιά και ρηχή ζώνη του ναυαγίου, προκειμένου να γίνει κατανοητή η διαστρωμάτωση ευρημάτων και ιζηματογενών αποθέσεων.
Από το χώρο του ναυαγίου ανελκύστηκαν χαρακτηριστικοί αμφορείς τύπου Brindisi, αγγεία βρώσεως και πόσεως, λίθινη λεκάνη (νιπτήρας), μπρούντζινα και σιδερένια καρφιά, τμήματα της εξάρτησης του πλοίου και τμήματα κεράμων που πιθανότατα προέρχονται από στεγασμένη υπερκατασκευή της πρύμνης. Ιδιαίτερης σημασίας θεωρούνται τα ευρεθέντα, μικρά τμήματα χάλκινων αγαλμάτων φυσικού μεγέθους, καθώς και τα δύο πόδια ανακλίντρου που συλλέχθηκαν εν μέσω του φορτίου των αμφορέων.
Διερεύνηση του ναυαγίου με ανιχνευτή μετάλλων
Η παρουσία τους φαίνεται να υποδηλώνει ότι εκτός του κεραμικού φορτίου, στο πλοίο μεταφέρονταν και είδη πολυτελείας, ενδεχομένως και γλυπτά σε ακέραιη ή αποσπασματική κατάσταση. Τέλος, μέσα στις αποθέσεις της άμμου, αποκαλύφθηκαν σε καλή κατάσταση λείψανα του ξύλινου σκαριού (νομείς και πέτσωμα).
Στην έρευνα συμμετείχαν συνολικά 36 καταδυόμενοι ερευνητές, επτά διαφορετικών ειδικοτήτων (αρχαιολόγοι, αρχιτέκτονες, τοπογράφοι, συντηρητές, φωτογράφοι, επαγγελματίες δύτες, φυσικοί). Τη διεύθυνση της έρευνας είχε ο καταδυόμενος αρχαιολόγος της ΕΕΑ, Γ. Κουτσουφλάκης με αναπληρωτές διευθυντές τους καταδυόμενους αρχαιολόγους Χρ. Παπαδοπούλου και Η. Σπονδύλη. Η έρευνα προβλέπεται να συνεχιστεί και το 2011.