Εδώ και λίγο καιρό, η Αμερική και η Ευρώπη έχουν καταληφθεί από οργή για τις παχυλές αμοιβές και τα μπόνους που έπαιρναν διάφορα στελέχη επιχειρήσεων την ώρα ακριβώς που οι επιχειρήσεις τους κατέρρεαν. Το τελευταίο παράδειγμα είναι η αμερικανική ασφαλιστική εταιρεία AIG.
Ευθυγραμμιζόμενοι με την κοινή γνώμη, οι αμερικανοί πολιτικοί έκαναν ουρές μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες για να εκφράσουν κι αυτοί την οργή τους. Ο Λάρι Σάμερς, ο επικεφαλής των οικονομικών συμβούλων του προέδρου, χαρακτήρισε τα μπόνους «εξωφρενικά». Ακόμη κι ο Μπαράκ Ομπάμα έσπευσε να δηλώσει πόσο «οργισμένος» είναι. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε να επιβληθεί φόρος 90% σε αυτά τα μπόνους, αν και ο Στένι Χόγιερ, επικεφαλής της πλειοψηφίας στη Βουλή, δήλωσε ότι ο νόμος για τα μπόνους μπορεί τελικά να μη χρειαστεί, αφού 15 από τα 20 ανώτατα στελέχη της AIG συμφώνησαν να επιστρέψουν τις αμοιβές τους.
Κατόπιν αυτών, ο Εconomist αναρωτιέται: όλη αυτή η φασαρία γύρω από την AIG είναι άραγε ένδειξη μιας νέας λαϊκιστικής τάσης στην Αμερική; Είναι δύσκολο να απαντηθεί αυτό το ερώτημα σε μια χώρα όπου η οργή αποτελεί ένα είδος ψυχαγωγίας. Προσωπικότητες της τηλεόρασης όπως ο Μπιλ Ο' Ρίλι είναι πάντα οργισμένοι για τον ένα ή τον άλλο λόγο. Πολλοί από τους πολιτικούς που εξέφρασαν την οργή τους για τους «καταχραστές του εθνικού πλούτου» εισπράττουν ευχαρίστως από τους ίδιους αυτούς καταχραστές χρήματα για την εκστρατεία τους.
Παρόλα αυτά, η έξαρση του λαϊκισμού δεν πρέπει να υποτιμάται. Η δυσαρέσκεια στην Αμερική είναι μεγάλη. Οι Αριστεροί κατηγορούν τον Ομπάμα ότι προδίδει τους υποστηρικτές του, προκειμένου να σώσει ανεύθυνα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Οι Δεξιοί ανησυχούν ότι ο πρόεδρος χρησιμοποιεί τα χρήματα των φορολογουμένων για να σώσει ορισμένους ανθρώπους από τις συνέπειες της απληστίας τους. Σύμφωνα με μια πρόσφατη δημοσκόπηση, το 85% των Αμερικανών πιστεύουν ότι οι μεγάλες εταιρείες ασκούν υπερβολική επιρροή στους πολιτικούς.
Ενας δεύτερος λόγος που πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη η άνοδος του λαϊκισμού, συνεχίζει ο Εconomist, είναι η έκταση της κρίσης. Η Αμερική έχει χάσει τους τελευταίους τρεις μήνες σχεδόν 2 εκατομμύρια θέσεις εργασίας. Ο αριθμός των νέων θέσεων εργασίας είναι μειωμένος κατά 31% σε σχέση με πέρυσι. Η εμπιστοσύνη των καταναλωτών μειώνεται σε όλα τα επίπεδα. Και η διεθνής κοινότητα εμφανίζεται διχασμένη απέναντι στην κρίση.
Οι άνθρωποι που έδωσαν στο λαϊκισμό το όνομά του στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα ανησυχούσαν για τη συνεχιζόμενη κρίση της γεωργίας και κατηγορούσαν τη Ουόλ Στριτ και την Ουάσινγκτον ότι ευθύνονταν γι'αυτή την κρίση. Οι λαϊκιστές υποστήριζαν ότι οι ελίτ μετατρέπουν την Αμερική σε μια χώρα «επαιτών και εκατομμυριούχων».
Η μορφή αυτή του λαϊκισμού υποχώρησε την περίοδο της οικονομικής άνθησης, αλλά ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ την επανέφερε στη διάρκεια της Υφεσης.
Κατά τη δεκαετία του '60, ο οικονομικός λαϊκισμός έδωσε τη θέση του στον πολιτιστικό λαϊκισμό, με το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα να αυτοαναγορεύεται σε προστάτη της «σιωπηλής πλειοψηφίας» καταγγέλλοντας τις φεμινίστριες, τους φιλελεύθερους και τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι Δημοκρατικοί, με τη σειρά τους, κατέβαλαν αδέξιες προσπάθειες να αναζωπυρώσουν τον οικονομικό λαϊκισμό το 2000 και το 2004, με τον Αλ Γκορ να εξαπολύει επίθεση στους «ισχυρούς» και τον Τζον Κέρι να καταγγέλλει τις εταιρείες που μετακομίζουν σε άλλες χώρες.
Σήμερα, ο οικονομικός λαϊκισμός ενισχύεται από την υποχώρηση της πίστης στους αμερικανικούς θεσμούς, με εξαίρεση τον στρατό και τα πανεπιστήμια. Ο κίνδυνος για τον Ομπάμα και τους Δημοκρατικούς είναι ότι στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό σε ιδιώτες επενδυτές και στις τράπεζες της Ουόλ Στριτ, προκειμένου να εφαρμόσουν τα σχέδιά τους. Αυτό σημαίνει ότι ανταμείβονται μερικοί από τους υπεύθυνους για την κρίση.
Πηγή: The Economist, AΠΕ-ΜΠΕ