«Οι δημοσιογράφοι υπεύθυνοι για τη δημιουργία του κοινού τους»

Tρεις ειδικοί μιλούν για τα ΜΜΕ και την παγκοσμιοποίηση
Παρασκευή, 10 Απριλίου 2009 11:24

A- A A+

Για το ρόλο του δημοσιογράφου στην εποχή των παγκοσμιοποιημένων ΜΜΕ και των νέων Μέσων, την κάλυψη των επεισοδίων του Δεκεμβρίου στην Αθήνα από ξένα και ελληνικά Μέσα, αλλά και το πώς μπορούν να σώσουν τον κόσμο οι δημοσιογράφοι, μιλούν τρεις ειδικοί στο naftemporiki.gr.

Η Λίλυ Χουλιαράκη, καθηγήτρια Ενημέρωσης στο LSE, ο Τσάρλι Μπέκετ, πρώην δημοσιογράφος και διευθυντής της δεξαμενής σκέψης του LSE για τη δημοσιογραφία και ο Μοστέφα Σουάγκ, μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Al Jazeera βρέθηκαν στην Αθήνα με αφορμή τη συζήτηση «Παγκοσμιοποίηση και Ειδήσεις» που διοργάνωσε ο Ελληνικός Σύλλογος Αποφοίτων του LSE.

Λίλυ Χουλιαράκη: «Οι δημοσιογράφοι είναι υπεύθυνοι για τη δημιουργία του κοινού τους»

Ποιο είναι το χρέος του δημοσιογράφου στην εποχή των παγκοσμιοποιημένων ΜΜΕ;

«To χρέος του δημοσιογράφου είναι αυτό που ήταν πάντα: να ενημερώνει το κοινό. Πρέπει όμως να τονίσουμε ότι ενημέρωση δεν σημαίνει απλά μετάδοση πληροφοριών για ανθρώπους και γεγονότα. Μέσω της επιλογής λέξεων και εικόνας, οπτικής γωνίας και αξιολόγησης, οι δημοσιογράφοι έχουν τη δύναμη να προσδώσουν στο κοινό τους την υπόσταση ενός σώματος πολιτών τη στιγμή που το ενημερώνουν. Ο ρόλος τους είναι τώρα, όπως ήταν και πάντα, ρόλος εκπαιδευτών όσο και ρεπόρτερ. Με αυτή την έννοια, οι δημοσιογράφοι μιλούν στο κοινό για τη δημιουργία του οποίου είναι οι ίδιοι υπεύθυνοι μέσω των επιλογών τους.

Στην εποχή των παγκόσμιων μίντια, ιδιαίτερα οι οπτικές πληροφορίες, έχουν πολλαπλασιαστεί σε πρωτοφανή επίπεδα. Ο ρόλος του δημοσιογράφου είναι να βάλει σε τάξη αυτή την πληθώρα πληροφοριών. Να παράσχει ερμηνείες που τοποθετούν τα γεγονότα σε ένα γενικότερο πλαίσιο και να τα συσχετίζει μεταξύ τους, ώστε το κοινό να μπορεί να σχηματίζει μια ολοκληρωμένη εικόνα της υφηλίου και της θέσης του μέσα σε αυτήν.

Δύο προκλήσεις είναι σημαντικές. Η πρώτη είναι το πολιτικό ερώτημα του πλουραλισμού: πώς η πολιτική οικονομία των διεθνών Μέσων, συγκεντρώνοντας την πλειονότητα των Μέσων σε ένα μικρό αριθμό παγκόσμιων ολιγοπωλίων (π.χ. Μέρντοκ), επιτρέπει την ελεύθερη ροή πληροφοριών και τη δημοσιοποίηση όλων των φωνών, των όψεων και των απόψεων; Πώς μπορούμε να αποφύγουμε μία μιντιακή πραγματικότητα όπου ο πληθωρικότητα των δικτύων ενημέρωσης καταπνίγει τον πλουραλισμό της πολιτικής;

Η δεύτερη είναι το πολιτισμικό ερώτημα του ¶λλου, της ετερότητας: τα διεθνή δίκτυα μάς επιτρέπουν σήμερα να γινόμαστε μάρτυρες ανθρώπινου πόνου, με τρόπο που δεν έχει επαναληφθεί στο παρελθόν (από φυσικές καταστροφές μέχρι πολέμους και πρόσφυγες, από φτώχεια μέχρι βασανιστήρια). Πώς μας παρουσιάζουν τα Μέσα αυτή την κρίσιμη ηθική και πολιτική πραγματικότητα της εποχής μας; Πώς μας βοηθούν να την κατανοήσουμε, να προβληματιστούμε και τελικά να δράσουμε;».

Ποιος πιστεύετε ότι είναι ο ρόλος των τοπικών Μέσων στην εποχή των παγκόσμιων δικτύων;

«Τα εθνικά μέσα παραμένουν ιδιαίτερα σημαντικά στην εποχή των διεθνών δικτύων. Μέχρι στιγμής, τα διεθνή δίκτυα παρακολουθούνται μόνο από μία μικρή ελίτ, την ώρα που το υλικό τους, συμπεριλαμβανομένων των “αποκλειστικών” τους, χρησιμοποιείται και ερμηνεύεται από τα εθνικά μέσα. Παρόλο που τα διεθνή δίκτυα αποτελούν πράγματι μία σημαντική εξέλιξη όσον αφορά την προβολή μακρινών γεγονότων από εύρος εθνικών δικτύων (τα οποία δεν μπορούν να μεταδώσουν αλλιώς γεγονότα από μακρινές τοποθεσίες), δεν υποκαθιστούν τα εθνικά Μέσα, ούτε και μπορούν να τα υποκαταστήσουν. Στο βαθμό που το έθνος παραμένει το βασικό πολιτικό και πολιτισμικό πλαίσιο αναφοράς στην παγκόσμια τάξη πραγμάτων, τα διεθνή δίκτυα μπορούν να λειτουργήσουν ως πηγές διεθνών ειδήσεων και όχι σαν ολοκληρωμένη εναλλακτική πηγή πληροφοριών. Υπό αυτή την έννοια, ο ενθουσιασμός για το “φαινόμενο CNN”, δηλαδή της άποψης ότι ισχυρά διεθνή δίκτυα μπορούν να θέσουν την παγκόσμια πολιτική ατζέντα, είναι υπερεκτιμημένος και παραπλανητικός».

Ποια είναι η γνώμη σας σε σχέση με τη «δημοσιογραφία των πολιτών»; Πιστεύετε ότι είναι αξιόπιστη - για παράδειγμα πόσο αξιόπιστο θεωρείτε ότι είναι ένα βίντεο που προβάλλεται στο YouTube;

«Από το τσουνάμι του 2004 και τις επιθέσεις της 7ης Ιουλίου στο Λονδίνο, η δημοσιογραφία των πολιτών έχει γίνει αποδεκτή σαν ένα σημαντικότατο βήμα προς τον εκδημοκρατισμό της δημόσιας σφαίρας. Παρόλο που μπορούμε να πούμε ότι οι ειδήσεις που προέρχονται “από το λαό” είναι δυνατόν να αμβλύνουν την κρίση εμπιστοσύνης που απειλεί τα τηλεοπτικά κανάλια και διευκολύνουν την προβολή του ακτιβισμού κοινωνικών κινημάτων και άλλων κοινωνικών ζητημάτων, η δημοσιογραφία των πολιτών παρουσιάζει άλλους κινδύνους. Μπορεί να είναι αναξιόπιστη, “στημένη”, ή ακόμα και να έχει σκοπό τη χειραγώγηση. Σε περιπτώσεις που υποκαθιστά την ορθή δημοσιογραφική κάλυψη, όπως στα αρχικά στάδια της έκτακτης μετάδοσης των τρομοκρατικών επιθέσεων στο Λονδίνο, μπορεί να οδηγήσει σε αποσπασματική, ή ακόμα και παραπλανητική παρουσίαση των γεγονότων. Έτσι η δημοσιογραφία των πολιτών είναι ένα καλοδεχούμενο συμπλήρωμα στην παραδοσιακή δημοσιογραφία, στο βαθμό που μπορεί να αλλάξει την καθιερωμένη της ατζέντα. Αλλά δεν μπορεί να υποκαταστήσει την επαγγελματική δημοσιογραφία. Η ανάγκη για ενδελεχή έρευνα, διερεύνηση πολλαπλών πηγών και τοποθέτηση σε ένα ευρύτερο πλαίσιο εξακολουθεί να είναι το απαραίτητο και αδιαπραγμάτευτο κριτήριο της αξιόπιστης δημοσιογραφίας».

Ποια είναι η γνώμη σης για την κάλυψη των ταραχών του περασμένου Δεκεμβρίου στην Αθήνα από τα ελληνικά και τα διεθνή ΜΜΕ;

«Το υλικό που προβλήθηκε το Δεκέμβριο έδινε έμφαση στο θέαμα παρά στην πληροφορία. Τα ελληνικά (και διεθνή) δίκτυα, έδωσαν βάρος στην επανάληψη “χαρακτηριστικών” εικόνων, όπως το κάψιμο του χριστουγεννιάτικου δέντρου στο Σύνταγμα ή σε μία κάλυψη των γεγονότων λεπτό προς λεπτό, χωρίς να τα τοποθετούν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ερμηνείας. Ως αποτέλεσμα, η ορθή κατανόηση των γεγονότων και μία βαθύτερη συζήτηση για τα αίτια και τις συνέπειες των επεισοδίων θυσιάστηκαν προς όφελος μιας κιτρινίζουσας αμεσότητας, του κατακερματισμού και των συναισθηματικών συζητήσεων. Αυτή είναι μία αναπόφευκτη συνέπεια της ζωντανής κάλυψης γεγονότων: συχνά δεν συνοδεύεται από ουσιαστική ερμηνεία τους ή από συνεντεύξεις με ειδικούς. Αυτό καταδεικνύει και τα όρια της ζωντανής κάλυψης βάσει αυτοπτών μαρτύρων, που σήμερα αποτελείτο βασικό στοιχείο ανταγωνισμού μεταξύ των ενημερωτικών δικτύων. Η ζωντανή κάλυψη προσφέρει την πρώτη ύλη των ειδήσεων, αλλά δεν αποτελεί εγγύηση καλής δημοσιογραφίας. Η απουσία έγκυρων φωνών κατά τη διάρκεια των τριών ημερών της συνεχούς κάλυψης των γεγονότων καταδεικνύει επίσης ένα σοβαρό κενό πολιτική ηγεσίας, που δεν εμφανίστηκε έτοιμη να θέσει υπό έλεγχο τα γεγονότα».

Τσάρλι Μπέκετ: «Η ταχύτητα στη μετάδοση των ειδήσεων έχει αλλάξει τη σχέση μας με τη αλήθεια»

Σε ποιο βαθμό έχουν επηρεάσει τα νέα Μέσα τον τρόπο που λαμβάνουμε πληροφορίες;

NAFTEMPORIKI.GR

«Υπάρχει ένα παράδοξο εδώ: τα νέα Μέσα έχουν αλλάξει τον τρόπο που λαμβάνουμε πληροφορίες με ένα πολύ ριζικό τρόπο, αλλά την ίδια στιγμή τα “παλαιά” μέσα (τηλεόραση, εφημερίδες) είναι ακόμα πολύ ισχυρά. Δεν είναι μία ξαφνική επανάσταση που τα αλλάζει όλα, αλλά είναι μία μίξη, η ιδέα ότι οι “παραδοσιακοί” δημοσιογράφοι δεν σταματούν ξαφνικά αυτό που έκαναν, αλλά αρχίζουν να κάνουν κάποια πράγματα διαφορετικά. Αλλάζει επίσης σταδιακά και η σχέση του δημοσιογράφου με το κοινό, καθώς το κοινό μπορεί να εμπλακεί στη διαμόρφωση των ειδήσεων και πλέον μπορεί να το κάνει χωρίς το δημοσιογράφο, μπορεί κανείς να πάρει πληροφορίες μόνος του. Αυτό είναι μία μεγάλη αλλαγή».

Ποιοι είναι οι κίνδυνοι που εμπεριέχονται σε αυτή την αλλαγή;

«Υπάρχουν κίνδυνοι για το δημοσιογράφο – το παλιό μοντέλο βάσει του οποίου εργαζόταν είναι πλέον ξεπερασμένο ή τουλάχιστον έχει υποστεί μεγάλο πλήγμα. Αυτό συμβαίνει πιο γρήγορα σε μέρη όπως οι ΗΠΑ και η Βρετανία, αλλά νομίζω ότι θα εξαπλωθεί παγκοσμίως. Υπάρχει όμως και ο κίνδυνος η δημοσιογραφία με την παλιά της μορφή να χαθεί, πριν οι νέες μορφές ωριμάσουν και μπορούν να τελέσουν τις λειτουργίες των παλαιών δημοσιογράφων, όπως το να ελέγχουν τις κυβερνήσεις».

Πόσο μπορούμε να εμπιστευόμαστε μία πληροφορία που μας μεταφέρει μέσω των νέων Μέσων κάποιος που δεν είναι δημοσιογράφος;

«Κατά τον ίδιο τρόπο μπορεί κανείς να ρωτήσει γιατί εμπιστευόμαστε τους δημοσιογράφους – τους εμπιστευόμαστε επειδή υπήρξαν ειλικρινείς στο παρελθόν. Το ίδιο συμβαίνει με τα νέα Μέσα – το κοινό εμπιστεύεται το Google επειδή η αναζήτηση λειτουργεί και τα αποτελέσματα δεν είναι μεροληπτικά. Το κοινό θα αρχίσει να εμπιστεύεται συγκεκριμένους μπλόγκερς επειδή λένε κάτι που έχει αντίκρισμα και είναι ακριβές, οπότε θα ανατρέχουν τακτικά σε αυτούς. Είναι πάντως γεγονός ότι πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι σε όλες τις πηγές πληροφοριών».

Πιστεύετε ότι το κοινό είναι έτοιμο να διαχειριστεί όλη αυτή την πληθώρα πηγών πληροφόρησης;

«Όχι. Οι ζωές μας γίνονται πιο περίπλοκες, όπως και οι πληροφορίες και οι πηγές τους. Από την άλλη χρειαζόμαστε περισσότερες πληροφορίες για να κάνουμε τις επιλογές μας. Αυτή είναι η αισιόδοξη θεωρία μου, ότι καθώς χρειαζόμαστε πιο πολλές πληροφορίες, η ζήτηση για δημοσιογραφία, για ανθρώπους και για συστήματα που θα μας βοηθήσουν να “φιλτράρουμε” αυτές τις πληροφορίες θα είναι μεγαλύτερη. Και πάλι, αυτός είναι ο λόγος που το κοινό εμπιστεύεται το Google, επειδή λειτουργεί σαν “φίλτρο”. Εμπιστεύονται το BBC επειδή γενικά το BBC έχει αποδειχθεί αξιόπιστο “φίλτρο”. Παράλληλα όμως θα ψάξουν και μόνοι τους απευθείας πληροφορίες ή θα συμμετάσχουν και οι ίδιοι στη δημιουργία ειδήσεων. Όσο πιο πολύ ανοίγεται η δημοσιογραφία τόσο περισσότερο το κοινό θα την εμπιστεύεται».

Ένα από τα πιο εντυπωσιακά πράγματα σχετικά με τα επεισόδια του Δεκεμβρίου στην Αθήνα ήταν ότι ξεκίνησαν τόσο σύντομα μετά τα αρχικό γεγονός – το θάνατο του παιδιού - και πριν ακόμα ξεκαθαριστεί τι ακριβώς είχε συμβεί. Πιστεύετε ότι αυτό αντιπροσωπεύει έναν από τους κινδύνους των νέων Μέσων – ότι μπορεί να διαδώσουν πληροφορίες που ενδέχεται να μην είναι ακριβείς, οδηγώντας σε αντιδράσεις με καταστροφικά αποτελέσματα;

«Νομίζω ότι αυτό δεν έχει απαραίτητα σχέση με τα νέα Μέσα. Η αύξηση της ταχύτητας διάδοσης των γεγονότων έχει να κάνει τόσο με την τηλεόραση όσο και με το ίντερνετ. Η επιτάχυνση του κύκλου των ειδήσεων σημαίνει ότι βρίσκεσαι σε ένα διαφορετικό σημείο αναφορικά με το τι είναι αλήθεια. Έχουμε έτσι το σύνδρομο όπου τα κανάλια λένε “ορίστε αυτό που γνωρίζουμε τώρα, θα σας πούμε ολόκληρη την ιστορία όταν την μάθουμε”. Κάποιος μπορεί να πει ότι καλύτερα να περιμένουν μέχρι να την μάθουν, αλλά εγώ διαφωνώ με αυτό. Θεωρώ ότι είναι καλύτερα να μοιράζεσαι τη διαδικασία, να είσαι διαφανής και να λες “αυτό ξέρω τώρα”, διευκρινίζοντας ότι μπορεί να μην το έχεις επιβεβαιώσει ακόμα. Σαν παραδοσιακός δημοσιογράφος πιστεύω ότι είναι πάντα καλύτερο να είσαι ανοιχτός και να λες αυτό που ξέρεις, παρά να περιμένεις μέχρι να είσαι απολύτως βέβαιος. Κι αυτό επειδή υπάρχει ένας άλλος κίνδυνος: αν πεις ότι δεν θα πω τίποτα μέχρι να τα μάθω όλα, επειδή φοβάσαι τις συνέπειες, μπορεί να καταλήξεις να αποσιωπείς πληροφορίες. Ένα από τα πράγματα που έκανε το ίντερνετ ήταν να ανοίξει τις πληροφορίες και νομίζω ότι αυτό είναι μία κατάσταση από την οποία δεν υπάρχει επιστροφή. Καταλαβαίνω ότι σε καταστάσεις όπως τα επεισόδια στην Κένυα (σ.σ. τον Ιανουάριο του 2008), υπήρχαν ραδιοφωνικοί σταθμοί οι οποίοι με το να μεταδίδουν τα νέα για τις ταραχές έβαζαν λάδι στη φωτιά, προκαλώντας ακόμα περισσότερες δολοφονίες. Δεν είμαι λοιπόν απόλυτος, αλλά νομίζω ότι κατά κανόνα πρέπει να δημοσιοποιούμε τα γεγονότα, αψηφώντας τις συνέπειες».

Το νέο σας βιβλίο τιτλοφορείται «Σούπερμιντια: σώζοντας τη δημοσιογραφία ώστε να σώσει τον κόσμο» («Supermedia: Saving Journalism So It Can Save The World»). Πώς μπορεί η δημοσιογραφία να σώσει τον κόσμο;

«Αν δει κανείς τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κόσμος, όπως η υπερθέρμανση του πλανήτη, η μετανάστευση, οι συγκρούσεις, η οικονομική κρίση, είναι όλα παγκόσμια και πολύ σύνθετα. Πώς μπορούμε να τα κατανοήσουμε παρά με τη βοήθεια των Μέσων; Η εκπαίδευση μπορεί να κάνει κάτι, η κυβερνητική προπαγάνδα επίσης, αλλά για να τα καταλάβουμε πρέπει να υπάρχει μια επιτυχημένη, ζωντανή δημοσιογραφική κοινότητα που να μας εφιστά την προσοχή. Η απάντηση είναι ότι τα Μέσα δεν μπορούν να σώσουν τον κόσμο - θα ήταν τρομερό εάν οι δημοσιογράφοι είχαν αυτή τη δύναμη! Αλλά από την άλλη, είναι αδύνατο να αρχίσουμε να λύνουμε αυτά τα προβλήματα εάν δεν τα καταλάβουμε καλύτερα. Για να αλλάξουν οι άνθρωποι συνήθειες πρέπει να καταλάβουν γιατί, δεν μπορούν απλώς να δέχονται εντολές. Τα Μέσα μάς επιτρέπουν να συζητάμε τις αλλαγές και να τις κατανοούμε λίγο καλύτερα».

Μοστέφα Σουάγκ: «Τα Μέσα ασχολούνται τόσο πολύ με την επιφάνεια, που ξεχνούν τι βρίσκεται από κάτω…»

Με ποιον τρόπο έχει αλλάξει η παγκοσμιοποίηση τα ΜΜΕ;

NAFTEMPORIKI.GR

«Όταν μιλάμε για παγκοσμιοποίηση στα Μέσα, μιλάμε για την ταχύτητα με την οποία μεταδίδονται οι πληροφορίες, για την αμεσότητα αλλά και για τη μετάδοση των πληροφοριών σχεδόν παντού. Εδώ και πολύ καιρό ακούγαμε να γίνεται λόγος για το «παγκόσμιο χωριό», εδώ σχεδόν μιλάμε για το «παγκόσμιο σαλόνι» – όπου υπάρχει μία τηλεόραση, μπορείς να έχεις όλες τις ειδήσεις. Ένα πράγμα που άλλαξε ραγδαία είναι η κάλυψη των πολέμων. Οι πόλεμοι καλύπτονται εδώ και δεκαετίες, αλλά από τις αρχές τις δεκαετίας του ’90, από τον πρώτο Πόλεμο του Κόλπου, η τηλεόραση άρχισε να παίζει έναν μοναδικό και πρωτοφανή ρόλο. Μετέδιδε τα γεγονότα, τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, την ώρα που συνέβαιναν. Το ίδιο συνέβη με το τσουνάμι – είχαμε για πρώτη φορά την τεχνολογία που μπορούσε να αιχμαλωτίσει αυτή τη στιγμή. Η άλλη διάσταση της παγκοσμιοποίησης στα Μέσα έχει να κάνει με αυτή την πληθώρα πληροφοριών που οδηγεί σε σύγχυση, γιατί δεν προσφέρουμε τα εφόδια στο κοινό ώστε να καταφέρει να βγάλει νόημα. Τα Μέσα βιάζονται τόσο πολύ να βγάλουν κάτι στον αέρα, τα απασχολεί τόσο πολύ η επιφάνεια, που καμιά φορά ξεχνούν τι υπάρχει από κάτω...»

Τι πιστεύετε για την παγκοσμιοποίηση στην ιδιοκτησία των Μέσων – είναι κάτι καλό ή κακό;

«Αυτό είναι ένα από τα ερωτήματα: όταν μιλάμε για παγκοσμιοποίηση, εννοούμε ότι μεγάλες εταιρείες αγοράζουν μικρότερες τοπικές και τις κατευθύνουν (όπως η αυτοκρατορία του Μέρντοκ) ή ότι οι διάφορες τοπικές κοινότητες έχουν το δικό τους τρόπο να ακουστεί η φωνή τους, χωρίς μεσολάβηση δημοσιογράφων και εταιρειών; Νομίζω ότι είναι πολύ επικίνδυνο να ενημερώνεται το κοινό μόνο από τις μεγάλες εταιρείες. Είναι κατανοητό ότι σε ένα καπιταλιστικό σύστημα κάποιες μεγάλες εταιρείες θα αποκτήσουν μικρότερες. Από την άλλη, με τις νέες τεχνολογίες και το ίντερνετ, η σημασία αυτών των μεγάλων εταιρειών μειώνεται κάπως. Η αρνητική συνέπεια αυτών των μεγάλων εταιρειών είναι ότι δείχνουν συνήθως μόνο μία πλευρά ενός γεγονότος ή τουλάχιστον όχι όλες τις πλευρές. Ένα καλό είναι ότι έχουν τα χρήματα να επενδύσουν σε τεχνολογία, οπότε μπορούν να την αναπτύξουν και μετά να εξαπλωθεί και αλλού. Αλλά σίγουρα τα τοπικά Μέσα πρέπει να στηριχτούν».

Προτεινόμενα για εσάς