Έλλειψη κινήτρων για τη βελτίωση της ποιότητας διδασκαλίας διαπιστώνει η συντριπτική πλειονότητα των εκπαιδευτικών, σύμφωνα με νέα έκθεση του ΟΟΣΑ.
Συγκεκριμένα, τρεις στους τέσσερις εκπαιδευτικούς αισθάνονται ότι δεν έχουν κίνητρα για να βελτιώσουν την ποιότητα της διδασκαλίας τους, ενώ σε τρία από τα πέντε σχολεία η ανάρμοστη συμπεριφορά των μαθητών στην αίθουσα διδασκαλίας διαταράσσει την ομαλή διεξαγωγή των μαθημάτων.
Η έκθεση βασίζεται στη νέα διεθνή μελέτη για τη διδασκαλία και τη μάθηση (TALIS) βάσει ερευνών που διεξήχθησαν σε 23 συμμετέχουσες χώρες και πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Κατά την παρουσίαση της έκθεσης, ο γενικός γραμματέας του ΟΟΣΑ Ανχέλ Γκουρία τόνισε την ανάγκη να προωθηθεί η βελτίωση της απόδοσης των εκπαιδευτικών. « Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι η ποιότητα ενός εκπαιδευτικού συστήματος δεν μπορεί να είναι υψηλότερη από την ποιότητα των εκπαιδευτικών του και του έργου τους», όπως είπε.
Όπως προκύπτει από την έρευνα, στην Αυστραλία, το Βέλγιο (Φλάνδρα), τη Δανία, την Ιρλανδία και τη Νορβηγία πάνω από το 90% των εκπαιδευτικών δηλώνουν ότι δεν προσδοκούν επιβράβευση για τη βελτίωση της ποιότητας της διδασκαλίας τους. Οι εκπαιδευτικοί είναι λιγότερο απαισιόδοξοι στη Βουλγαρία και την Πολωνία, παρ’ όλα αυτά περίπου οι μισοί δεν διακρίνουν κανένα κίνητρο για βελτίωση.
Στην Εσθονία, την Ιταλία, τη Σλοβακική Δημοκρατία και την Ισπανία πάνω από το 70% των εκπαιδευτικών στην κατώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση εργάζονται σε σχολεία στα οποία διαπιστώθηκε ότι η διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής των μαθημάτων εμποδίζει τη διδακτική διαδικασία «σε ορισμένο βαθμό» ή «σε μεγάλο βαθμό».
Κατά μέσο όρο, το 38% των ερωτηθέντων εκπαιδευτικών εργάζονται σε σχολεία στα οποία υπάρχει έλλειψη ειδικευμένου προσωπικού. Οι εκπαιδευτικοί δαπανούν, κατά μέσο όρο, το 13% του χρόνου του μαθήματος για την τήρηση της τάξης. Εκτός από τη διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής των μαθημάτων, άλλοι παράγοντες που παρεμποδίζουν τη διδακτική διαδικασία περιλαμβάνουν τις απουσίες των μαθητών (46%), την καθυστερημένη προσέλευση των μαθητών (39%), την αισχρολογία και τις βωμολοχίες (37%), τον εκφοβισμό ή τη λεκτική βία προς άλλους μαθητές (35%).