Το κύριο πρόβλημα της Ιταλίας είναι οι Ιταλοί που ψηφίζουν τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι κι όχι ο ίδιος, σχολιάζει ο διάσημος συγγραφέας Ουμπέρτο Έκο και καλεί τους συμπατριώτες του να αντιδράσουν για να μην ξαναβρεθούν σε μια κατάσταση παρόμοια με αυτήν που έζησαν υπό τον φασισμό.
«Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι δεν είναι το πρόβλημα της Ιταλίας. Η ιστορία είναι γεμάτη με τυχοδιώκτες, που δεν στερούνται χαρισμάτων, έχουν μια κακή αίσθηση του κράτους, αλλά μια πολύ ανεπτυγμένη αίσθηση των δικών τους συμφερόντων, οι οποίοι θέλησαν να εγκαθιδρύσουν μια προσωπική εξουσία, παρακάμπτοντας τα κοινοβούλια, τους δικαστές και τους θεσμούς», γράφει ο ιταλός διανοούμενος στο έντυπο της αριστεράς L'Espresso.
«Όταν η κοινωνία τους το επιτρέπει, γιατί να τα βάζουμε μαζί τους κι όχι με την κοινωνία που τους επέτρεψε να το πράξουν;», συνεχίζει ο συγγραφέας.
Για τον Έκο «είναι επομένως ανώφελο να τα βάζουμε με τον Μπερλουσκόνι, ο οποίος κάνει μόνο τη δουλειά του. Η πλειοψηφία των Ιταλών είναι αυτή που αποδέχθηκε τη σύγκρουση συμφερόντων» για την οποία ευθύνεται ο Ιταλός πρωθυπουργός, ο οποίος έχει στην ιδιοκτησία του την αυτοκρατορία Fininvest, που ελέγχει κυρίως τον τηλεοπτικό όμιλο Mediaset.
Ο συγγραφέας καταγγέλλει στην παρέμβασή του αυτή την «άρρωστη κοινωνία» στην Ιταλία και υπερασπίζεται την ελευθερία του Τύπου, η οποία απειλείται, σύμφωνα με τον ίδιο, από νομοσχέδιο που προβλέπει πολύ βαριά πρόστιμα για τα άρθρα που αναφέρονται σε έρευνες των ανακριτικών αρχών ή σε δίκες που βρίσκονται σε εξέλιξη.
«Στις 'υγιείς' δημοκρατίες δεν χρειάζεται να υπερασπιστεί κανείς την ελευθερία του Τύπου επειδή κανείς δεν σκέφτεται να την περιορίσει», σημειώνει.
Και γιατί να σημάνει κανείς συναγερμό, αν η ιταλική κοινωνία δεν αισθάνεται ότι την αφορά, διερωτάται ο Έκο.
«Είναι πολύ απλό. Το 1931 ο φασισμός επέβαλε στους πανεπιστημιακούς καθηγητές -1.200 εκείνη την εποχή- έναν όρκο πίστης στο καθεστώς. Μόνον 12 αρνήθηκαν και έχασαν τη δουλειά τους. Ίσως οι 1.188 που παρέμειναν να είχαν αξιοσέβαστους λόγους. Όμως οι 12 που αρνήθηκαν έσωσαν την τιμή του Πανεπιστημίου και τελικά την τιμή της χώρας», σημειώνει.
«Να γιατί πρέπει να λέμε όχι μερικές φορές», καταλήγει ο διάσημος συγγραφέας, ο οποίος δηλώνει «απαισιόδοξος» και πιστεύει ότι η παρέμβασή του αυτή «δεν θα εξυπηρετήσει σε τίποτα».