Κανείς δεν αμφισβητεί ότι η διατήρηση του βάρους σε φυσιολογικά επίπεδα εξαρτάται από το πόσες θερμίδες καταναλώνουμε και πόσες καίμε. Εκείνο που αμφισβητείται ευρέως, όμως, είναι το σύστημα μέτρησης και σήμανσης των θερμίδων πάνω στις συσκευασίες των προϊόντων, καθώς σε πολλές περιπτώσεις αποδεικνύεται παραπλανητικό.
Δεν είναι λίγοι οι επιστήμονες που υποστηρίζουν ότι το σύστημα μέτρησης θερμίδων είναι ξεπερασμένο και συχνά υποεκτιμά ή υπερεκτιμά την πραγματική θερμιδική αξία των τροφίμων έως και 25% –ποσοστό ικανό να «τινάξει στον αέρα» οποιαδήποτε δίαιτα και να οδηγήσει ακόμη και σε παχυσαρκία. Καθώς το φαινόμενο της παχυσαρκίας επεκτείνεται με ανησυχητικό ρυθμό τα τελευταία χρόνια, η παραπλάνηση των καταναλωτών που εμπιστεύονται τις θερμίδες παίρνει σοβαρές διαστάσεις, επισημαίνουν οι επιστήμονες.
Το σύστημα μέτρησης θερμίδων ανακάλυψε ο Αμερικανός χημικός Γουίλμπουρ Όλιν Ατγουότερ στα τέλη του 19ου αιώνα. Μετά από σειρά δοκιμών και υπολογισμών, ο Ατγουότερ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι υδατάνθρακες και οι πρωτεΐνες παρέχουν περίπου 4 θερμίδες ανά γραμμάριο, ενώ το λίπος παρέχει 9 θερμίδες. Μετά κάποιες τροποποιήσεις, κατέληξε στην μεταβολίσιμη ενέργεια, η οποία χρησιμοποιείται έκτοτε ως η «ισοτιμία των τροφών».
Σήμερα, όμως, γνωρίζουμε ότι οι τιμές αυτές υπολογίζονται κατά προσέγγιση. Οι διατροφολόγοι έχουν καταλήξει ότι ο οργανισμός δεν καίει τις τροφές αλλά τις χωνεύει. Και από τη διαδικασία της πέψης –από το μάσημα της τροφής έως τη μεταφορά της στο έντερο και τη χημική της διάσπαση– προκύπτουν διαφορετικές ποσότητες ενέργειας για κάθε τροφή.
Σύμφωνα με τον Βρετανό διατροφολόγο, Τζέφρεϊ Λάιβσεϊ, η διαδικασία της πέψης μπορεί να μειώσει τον αριθμό των θερμίδων που λαμβάνονται από τον οργανισμό από 5 έως 25% ανάλογα με την τροφή. «Το ενεργειακό αυτό κόστος είναι πολύ σημαντικό», επισημαίνει, και δεν αποδίδεται από καμία ένδειξη θερμίδων στις συσκευασίες.
Πηγή: NewScientist