Στο επίκεντρο της διεθνούς επικαιρότητας βρίσκεται τους τελευταίους μήνες η Γαλλία, όχι λόγω των εξαιρετικών κρασιών ή της κορυφαίας γαστρονομίας της, αλλά εξαιτίας ενός από τα υψηλότερα ποσοστά αυτοκτονιών μεταξύ των αναπτυσσόμενων κρατών, παρατηρούν οι Times.
Σε ό,τι αφορά τη France Télécom, ειδικότερα, το 60% των εργαζομένων της προσλήφθηκαν στον οργανισμό, όταν τελούσε στον έλεγχο του δημοσίου και κατείχε το μονοπώλιο των τηλεπικοινωνιών. Μετά την ιδιωτικοποίησή του, όμως, το 2004, οι εργαζόμενοι βρέθηκαν ξαφνικά σε ένα έντονα ανταγωνιστικό περιβάλλον που άγεται και φέρεται με βάση την παραγωγικότητα και τις πρωτοποριακές τεχνολογίας και στο οποίο η διοίκηση του προσωπικού πραγματοποιείται με τη λογική «Ο επόμενος», «Ήρθε η ώρα να φύγεις».
Μπορεί το παράδειγμα του γαλλικού τηλεπικοινωνιακού κολοσσού να έχει επιφέρει απανωτά σοκ στη διεθνή κοινή γνώμη, αλλά το ποσοστό αυτοκτονιών στη France Telecom (15,3%) δεν ξεπερνά σημαντικό το «εθνικό σκορ» του 14,7% σε δείγμα 100.000 ατόμων. Αυτό σημαίνει ότι οι αυτοκτονικές τάσεις χτυπούν κόκκινο όχι συγκεκριμένα στη France Télécom, αλλά στο σύνολο της χώρας. Η Γαλλία κατέχει το προβάδισμα των αυτοκτονιών μεταξύ της Ολλανδίας, της Ισπανίας, της Ιταλίας και της Βρετανίας.
Η μακάβρια αυτή πρωτιά της Γαλλίας προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη εάν αναλογιστεί κανείς ότι σύμφωνα με την αμερικανική International Living, η Γαλλία έχει ψηφιστεί «η καλύτερη χώρα του κόσμου». Τι είναι, λοιπόν, αυτό που οδηγεί τους Γάλλους στην αυτοχειρία;
Σύμφωνα με τη βρετανική εφημερίδα The Times, το αδιέξοδο στο οποίο φτάνουν πολλοί Γάλλοι σήμερα οφείλεται στη σύγκρουση της ψυχοσύνθεσης και νοοτροπίας του λαού με τα σύγχρονα πρότυπα παραγωγικότητας και ανταγωνισμού.
Οι Γάλλοι –που κατηγορούνται συχνά για φυγοπονία– δεν θα διστάσουν, για παράδειγμα, να κάνουν «κοπάνα» για ένα απεριτίφ στον κήπο της εταιρείας –συνήθεια που δεν συμβαδίζει με τις σημερινές απαιτήσεις των εργοδοτών, υποστηρίζει ο Κριστιάν Μποντλό, καθηγητής κοινωνιολογίας στο Ecole Normale Supérieure του Παρισιού. «Η αλήθεια είναι ότι σαν λαός είμαστε άρρηκτα συνδεδεμένοι με τη δουλειά μας. Περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, ο κόσμος στη Γαλλία αυτοπροσδιορίζεται με βάση το επάγγελμά του.
«Στην Ιταλία και την Ισπανία κάποιος βρίσκει τη συμπαράσταση και την αλληλεγγύη που έχει ανάγκη στην οικογένειά του. Στη Βρετανία, όπου κυριαρχεί η αίσθηση της ατομικότητας, κάποιος θα αντλήσει δύναμη από τον ίδιο του τον εαυτό ή από τον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο, όπως είναι η παμπ. Στη Γαλλία τα πράγματα λειτουργούν διαφορετικά: μαθαίνουμε να πορευόμαστε σε ομάδες και να αντλούμε στη στήριξη που χρειαζόμαστε από το χώρο εργασίας. Ο χώρος εργασίας είναι ο θεμέλιος λίθος της κοινωνίας μας», εξηγεί ο κ. Μποντλό.
«Το πρόσωπο της σύγχρονης οικονομίας είναι τόσο σκληρό στη Γαλλία όσο και αλλού. Η διαφορά είναι ότι οι Γάλλοι αισθάνονται περισσότερο τον ευτελισμό των κοινωνικών δεσμών και αποπροσανατολίζονται», συμπληρώνει.
Σύμφωνα με τον Λουί Σοβέλ, καθηγητή κοινωνιολογίας στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού, «χάρη στη Μάργκαρετ Θάτσερ, οι Βρετανοί συνειδητοποίησαν ήδη από τη δεκαετία του 1980 ότι οι παλιές, καλές εποχές της ευμάρειας, της ανάπτυξης και της σταθερότητας έχουν φύγει ανεπιστρεπτί. Δυστυχώς, δεν έγινε το ίδιο και με τους Γάλλους». Το χάσμα ανάμεσα στις προσδοκίες και την πραγματικότητα είναι αγεφύρωτο για μεγάλο τμήμα του πληθυσμού που στρέφεται στην κατανάλωση αντικαταθλιπτικών φαρμάκων με μέση συχνότητα 29 χαπιών ετησίως ανά Γάλλο, την ώρα που στη Βρετανία, την Ισπανία, τη Γερμανία και την Ιταλία ο αντίστοιχος αριθμός είναι 28, 21, 17 και 17 χάπια ετησίως.