Του Τζόζεφ Στίγκλιτζ
Ο πρόσφατος θάνατος του Νόρμαν Μπόρλαουγκ αποτελεί μια καλή ευκαιρία για να αναλογιστούμε το οικονομικό μας σύστημα και τις βασικές του αξίες.
Χάρη στο έργο του, και συγκεκριμένα την «πράσινη επανάσταση», ο Μπόρλαουγκ κέρδισε το Νόμπελ Οικονομίας, διότι άνοιξε το δρόμο για να σωθούν εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι από την πείνα και να αλλάξει το παγκόσμιο οικονομικό σκηνικό.
Πριν από τον Μπόρλαουγκ, ο κόσμος έβλεπε μπροστά του τον εφιάλτη του Μάλθους: αύξηση του πληθυσμού στις αναπτυσσόμενες χώρες και εξάντληση των αποθεμάτων τροφίμων. Σκεφτείτε πόσο τραυματικό θα ήταν για μια χώρα όπως η Ινδία να βλέπει τον πληθυσμό της να υποσιτίζεται και ταυτόχρονα να διπλασιάζεται. Πριν από την πράσινη επανάσταση, ο νομπελίστας Γκουνάρ Μιρντάλ «έβλεπε» το μέλλον της Ασίας δυσοίωνο και βουτηγμένο στη φτώχια. Αντ΄ αυτού, όμως, η Ασία έχει αναδειχθεί σε ατμομηχανή οικονομικής ανάπτυξης.
Η αποφασιστικότητα της Αφρικής, από την άλλη, να κερδίσει τη μάχη με την Κίνα θα λειτουργήσει ως ένα είδος τεστ για τον Μπόρλαουγκ. Το γεγονός ότι η πράσινη επανάσταση δεν έφτασε ποτέ στη φτωχότερη ήπειρο όπου η αγροτική παραγωγή ισούται με το ένα τρίτο μόνο της παραγωγής στην Ασία, υποδεικνύει ότι υπάρχουν τεράστια περιθώρια βελτίωσης.
Η πράσινη επανάσταση, βέβαια, μπορεί να αποδειχθεί ότι δεν είναι τίποτε άλλο από μια προσωρινή αναβολή. Η άνοδος στις τιμές των τροφίμων πριν την εκδήλωση της διεθνούς κρίσης είναι ένα ανησυχητικό σημάδι, όπως επίσης και ο μειούμενος ρυθμός αύξησης της αγροτικής παραγωγής. Ο αγροτικός κλάδος στην Ινδία, για παράδειγμα, έχει έρθει σε δεύτερη μοίρα σε σύγκριση με τους υπόλοιπους δυναμικούς κλάδους της οικονομίας και οι μέρες του είναι μετρημένες, καθώς τα υπόγεια ύδατα –από τα οποία εξαρτάται η χώρα– μειώνονται κατακόρυφα.
Ο θάνατος του Μπόρλαουγκ στα 95 του χρόνια, όμως, θα θυμίζει πόσο διαστρεβλωμένο έχει γίνει το σύστημα των αξιών μας. Όταν έλαβε την είδηση της βράβευσής του, στις τέσσερις το πρωί, ο Μπόρλαουγκ είχε ήδη «φάει τα νιάτα του» στα χωράφια του Μεξικού, σε μια ατέρμονη προσπάθεια βελτίωσης της παραγωγικότητας. Το έκανε έναντι τεράστιας οικονομικής αμοιβής, αλλά χωρίς να το πιστεύει ή να αισθάνεται παθιασμένος για αυτό.
Τεράστια η διαφορά ανάμεσα στον Μπόρλαουγκ και τους μάγους της Γουόλ Στριτ που έφεραν τον πλανήτη στο χείλος της καταστροφής. Ωστόσο, και οι δύο πλευρές διεκδίκησαν πλουσιοπάροχη αμοιβή ως κίνητρο και χωρίς άλλη πυξίδα, ενώ τα συστήματα κινήτρων που υιοθέτησαν κατάφεραν να τους κεντρίσουν το ενδιαφέρον –όχι για την παραγωγή νέων προϊόντων και τη βελτίωση της ζωής των καθημερινών ανθρώπων ή τον περιορισμό του κινδύνου που διέτρεχαν, αλλά για την υιοθέτηση μιας κοντόφθαλμης και άπληστης συμπεριφοράς. Οι καινοτομίες τους επικεντρώθηκαν στην καταστρατήγηση των λογιστικών και χρηματοοικονομικών κανονισμών που έχουν εδραιωθεί για να διασφαλίζουν διαφάνεια, αποδοτικότητα και σταθερότητα και να αποτρέπουν την εκμετάλλευση των λιγότερο ενημερωμένων ατόμων.
Στην αντίθεση αυτή, όμως, υπάρχει μια βαθύτερη διάσταση: οι κοινωνίες μας ανέχονται την αδικία γιατί τη θεωρούν κοινωνικά χρήσιμη: είναι το τίμημα που πληρώνουμε για τα κίνητρα που ενεργοποιούν τους ανθρώπους προκειμένου να λειτουργούν με στόχο την κοινωνική ευημερία. Σύμφωνα με τη νεοκλασική οικονομική θεωρία, η οποία επικρατεί στη Δύση τον τελευταίο αιώνα, η αμοιβή κάθε ατόμου αντανακλά την κοινωνική του συνεισφορά –αυτό που προσφέρει στην κοινωνία. Εάν το κάνουν καλά, κάνουν καλό, υποστηρίζουν οι νεοκλασικιστές.
Τόσο, όμως, ο Μπόρλαουγκ όσο και οι σημερινοί τραπεζίτες διαψεύδουν αυτή τη θεωρία. Εάν ίσχυε η νεοκλασική θεωρία, ο Μπόρλαουγκ θα ήταν ένας από τους πλουσιότερους άνδρες στον πλανήτη, ενώ οι τραπεζίτες θα κοιμόντουσαν στα παγκάκια.
Ωστόσο, η νεοκλασική θεωρία περιέχει ένα ψήγμα αλήθειας: εάν δεν υπήρχαν αυτοί, ενδεχομένως η θεωρία να μην είχε επιβιώσει μέχρι σήμερα (παρότι οι κακές νοοτροπίες συνήθως επιβιώνουν άνετα στην οικονομική επιστήμη). Το βέβαιο είναι ότι οι απλοϊκές οικονομικές θεωρίες του 18ου και 19ου αιώνα –τότε που άνθησαν οι νεοκλασικές θεωρίες– είναι εντελώς ακατάλληλες για τις οικονομίες του 21ου αιώνα. Στις μεγάλες επιχειρήσεις, συνήθως είναι δύσκολο να εξακριβωθεί η ακριβής συνεισφορά ενός συγκεκριμένου ατόμου. Οι εταιρείες αυτές βρίθουν προβλημάτων «αντιπροσώπευσης»: παρότι οι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων (διευθύνοντες σύμβουλοι) υποτίθεται ότι ενεργούν εκ μέρους των μετόχων, έχουν την ευχέρεια να λειτουργούν προς προσωπικό τους όφελος –και συνήθως αυτό κάνουν.
Μπορεί τα τραπεζικά στελέχη να αποχώρησαν με μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια, όλοι οι υπόλοιποι όμως στην κοινωνία υπέστησαν τις συνέπειες –μέτοχοι, κάτοχοι ομολογιών, φορολογούμενοι, ιδιοκτήτες κατοικιών, εργαζόμενοι. Συνήθως, οι επενδυτές σε αυτά είναι συνταξιοδοτικά ταμεία –τα οποία αντιμετωπίζουν πρόβλημα αντιπροσώπευσης, καθώς οι διευθυντές τους αποφασίζουν για λογαριασμό των υπολοίπων. Σε έναν τέτοιο κόσμο, το ιδιωτικό και κοινωνικό συμφέρον διαχωρίζονται –όπως με τραγικό τρόπο διαπιστώσαμε στη διάρκεια της παρούσας κρίσης.
Υπάρχει άραγε κανείς που να πιστεύει ότι τα τραπεζικά στελέχη στις ΗΠΑ ήταν σε τέτοιο βαθμό πιο παραγωγικά σε σύγκριση με οποιονδήποτε άλλο στην κοινωνία που να αξίζουν τις υπέρογκες αυξήσεις που έλαβαν τα τελευταία χρόνια; Υπάρχει άραγε κανείς που πιστεύει ότι τα διευθύνοντα στελέχη στις ΗΠΑ ήταν σε τέτοιο βαθμό πιο παραγωγικά σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες όπου οι απολαβές είναι πιο συγκρατημένες;
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα δικαιώματα προαίρεσης μετοχών (stock options) εξελίχθηκαν σε δημοφιλή μέθοδο αμοιβής –πολλές φορές, μάλιστα, η αξία τους ξεπερνά το βασικό μισθό του στελέχους. Τα δικαιώματα προαίρεσης μετοχών αμείβουν τα στελέχη γενναιόδωρα, ακόμη και σε περίπτωση ανόδου των μετοχών λόγω φούσκας ή ακόμη και όταν οι μετοχές των αντίστοιχων εταιρειών καταγράφουν καλύτερες αποδόσεις. Ως εκ τούτου, δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι τα δικαιώματα προαίρεσης μετοχών προσφέρουν ισχυρά κίνητρα για βραχυπρόθεσμη και εξαιρετικά ριψοκίνδυνη συμπεριφορά, καθώς και για «δημιουργική λογιστική», την οποία τα ανώτατα στελέχη τελειοποίησαν με απάτες εκτός ισολογισμού.
Τα ετερόκλητα κίνητρα διαστρέβλωσαν την οικονομία και την κοινωνία μας. Μπερδέψαμε τους στόχους με τα μέσα. Ο διογκωμένος χρηματοοικονομικός κλάδος συνέχισε να φουσκώνει μέχρι που οι ΗΠΑ κατέληξαν να έχουν συγκεντρώσει άνω του 40% των παγκόσμιων εταιρικών κερδών.
Τις χειρότερες επιπτώσεις υπέστη, ωστόσο, το ανθρώπινο κεφάλαιο, ο πιο πολύτιμος φυσικός πόρος. Το οξύμωρο είναι ότι οι γενναιόδωρες αμοιβές που παρέχονται στον χρηματοοικονομικό κλάδο είχαν ως αποτέλεσμα αρκετά από τα καλύτερα μυαλά να συγκεντρωθούν στον τραπεζικό κλάδο. Ποιος ξέρει πόσοι Μπόρλαουγκ ήταν ανάμεσα σε αυτούς που μαγεύτηκαν από τα πλούτη της Γουόλ Στριτ και του Σίτι του Λονδίνου; Ακόμη και έναν να χάσαμε, ο κόσμος μας έχει γίνει ασύγκριτα φτωχότερος.
*Ο Τζόζεφ Στίγκλιτζ είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια, βραβευμένος με το Βραβείο Νόμπελ του 2001, και έχει διοριστεί πρόεδρος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις του διεθνούς νομισματικού και χρηματοοικονομικού συστήματος.
Αρθρο του ΤΖΟΖΕΦ ΣΤΙΓΚΛΙΤΖ,
καθηγητή Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια
(Tιμήθηκε με το Νόμπελ Οικονομίας το 2001)
Copyright: Project Syndicate, 2008