Για τους γνώστες, η βελγική μοναστηριακή μπύρα Westmalle αποτελεί μία από τις καλύτερες. Παράγεται σε εγκαταστάσεις τελευταίας τεχνολογίας στο ομώνυμο αβαείο, χωρίς όμως την παρουσία ούτε ενός μοναχού, κάτι που αντικατοπτρίζει τόσο τις απαιτήσεις της σύγχρονης εποχής, όσο και το γεγονός ότι ο πληθυσμός των μοναχών γερνάει.
Για να μπορεί μία μπύρα να κυκλοφορεί στην αγορά με την ιδιότητα «trappiste» είναι απαραίτητο να παράγεται εντός μονής τραπιστών μοναχών που να ελέγχεται από του ίδιους.
«Οι προδιαγραφές είναι πολύ αυστηρότερες αυτόν τον καιρό», όπως δηλώνει ο διευθυντής της Westmalle, Φιλίπ Βαν ¶σε. «Χρειάζεσαι εργαστήριο, υπάρχουν προδιαγραφές υγιεινής και εμφιάλωσης», συμπληρώνει.
Οι μοναδικές μπύρες «trappiste» είναι οι βελγικές Achel, Chimay, Orval, Rochefort, Westmalle and Westvleteren και η ολλανδική La Trappe.
Στο Βέλγιο, είναι διαφορετικές από τις απλές μοναστηριακές μπύρες (Bières d'Abbaye) που παράγονται μαζικά, έχοντας πιο μακρινή σχέση με μονές. Για παράδειγμα η Leffe παίρνει την ονομασία της από αληθινό αβαείο, ωστόσο παράγεται σε υπερσύγχρονο εργοστάσιο με δυνατότητες μαζικής παραγωγής.
Ωστόσο, καθώς η μέση ηλικία των τραπιστών μοναχών είναι γύρω στα 70, παραμένει αμφίβολο το κατά πόσο θα μπορέσουν να επιβιώσουν οι μονές και οι μπύρες τους.
Κάποιες κοινότητες μπορεί να εξαφανιστούν, όπως παραδέχεται ο αβάς του αβαείου Koningshoeven στην Ολλανδία, όπου παράγεται η La Trappe.
«Το να διατηρήσουμε το ζυθοποιείο θα ήταν τότε ενάντια στη φιλοσοφία μας», λέει ο αδελφός Μπερναρντούς. «Το ζυθοποιείο υπάρχει για να υπηρετεί την κοινότητα και όχι το αντίστροφο».
Η παραγωγή μπύρας στα μοναστήρια άρχισε πριν από αιώνες ως εφαρμογή της επιταγής ora et labora (προσευχή και εργασία), με στόχο την αυτάρκειά τους. Και μπορεί οι μοναχοί να μην εμφανίζονται πλέον στα ζυθοποιεία, ωστόσο εξασφαλίζουν ότι η παραγωγή είναι περιορισμένη και τα κέρδη πηγαίνουν στη διατήρηση των μονών και φιλανθρωπικούς σκοπούς.
Πηγή: Reuters