Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Υπάρχει ένας μαθηματικός τύπος που στο οικονομικό επιτελείο συνηθίζουν να τον εφαρμόζουν πολύ συχνά κάθε φορά που θέλουν να χρηματοδοτήσουν ένα μέτρο ή να συντάξουν έναν προϋπολογισμό. Ο τύπος, συνδέει τη μεταβολή του ΑΕΠ με τα φορολογικά έσοδα. Κάθε επιπλέον δισεκατομμύριο στο ΑΕΠ «παράγει» φόρους περίπου 300-350 εκατ. ευρώ. Ο τύπος εφαρμόστηκε ξανά και ξανά αυτό το διάστημα, ενώ τώρα που υπάρχουν και τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τον ρυθμό ανάπτυξης θα γίνουν και οι σχετικές επαληθεύσεις.
Αναθεωρόντας τον πήχη της ανάπτυξης για το 2022 στο 6%, στην κυβέρνηση εκτιμούν ότι μέχρι το τέλος του χρόνου θα έχουν στη διάθεσή τους επιπλέον φορολογικά έσοδα -που δεν είχαν προϋπολογιστεί αρχικά- της τάξεως των 1,5-2 δισ. ευρώ ώστε να χρηματοδοτήσουν τα μέτρα στήριξης. Δεν είναι πολλά αν συνυπολογιστεί το τεράστιο κόστος της ενέργειας που φτάνει τα 600- 700 εκατ. ευρώ τον μήνα, δεν είναι και λίγα. Το ζητούμενο είναι αν ο δημοσιονομικός χώρος που υπολογίζεται ότι θα παραχθεί μέχρι το τέλος του έτους θα καταγραφεί στα βιβλία. Το 3ο τρίμηνο θα κλείσει με σημαντική ανάπτυξη και περαιτέρω αύξηση των φορολογικών εσόδων λόγω του τουρισμού.
Το ζητούμενο είναι τι θα γίνει από τον Οκτώβριο και μετά, όταν η ακριβή ενέργεια θα αρχίσει να «πληγώνει» τους οικογενειακούς
προϋπολογισμούς. Προβλέψεις για το 4ο τρίμηνο ουδείς μπορεί να κάνει. Είναι πολλά τα ερωτήματα: Πόσα θα πληρώσουμε για τις εισαγωγές αερίου; Τι ψυχολογία θα επικρατήσει στις τάξεις των νοικοκυριών; Ποιο θα είναι το κόστος της θέρμανσης; Θα καλύπτονται οι ενεργειακές ανάγκες της χώρας; Θα επηρεαστούν η οικονομική δραστηριότητα και η βιομηχανική παραγωγή από το ενεργειακό; Θετικά τα στοιχεία του παρόντος, αβέβαιες οι προβλέψεις του μέλλοντος…