Από την έντυπη έκδοση
Του Μιχάλη Χατζηκωνσταντίνου
[email protected]
Η θητεία της κυβέρνησης του Μπόρις Τζόνσον δεν αποτελεί λαμπερή περίοδο στην πολιτική ιστορία της Βρετανίας. Ο ίδιος αναδείχθηκε πρωθυπουργός το 2019 εκμεταλλευόμενος εθνολαϊκιστικά την κρίση του Brexit και εξωθήθηκε σε παραίτηση τρία χρόνια αργότερα, υπό το βάρος αλλεπάλληλων σκανδάλων.
Η υπόθεση που ενεργοποίησε το πρόσφατο «ντόμινο» παραιτήσεων και τη συνακόλουθη παραίτησή του αφορούσε το γεγονός ότι τοποθέτησε σε υψηλές κυβερνητικές θέσεις τον βουλευτή Κρις Πίντσερ, κατά του οποίου υπήρχε σωρεία καταγγελιών για περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης. Όπως αποκαλύφθηκε, ο Τζόνσον είχε ενημερωθεί προσωπικά ήδη από το 2019 για τις έρευνες κατά του Πίντσερ.
Περισσότερο γνωστό σε όλους είναι το σκάνδαλο «partygate» και συγκεκριμένα η διαπίστωση ότι κυβερνητικά στελέχη συμμετείχαν σε «κορονοπάρτι» σε μια περίοδο που οι υπόλοιποι Βρετανοί καλούνταν να τηρήσουν τα αυστηρά μέτρα του lockdown. Μάλιστα, σε μια από αυτές τις κορονοσυγκεντρώσεις είχε λάβει μέρος και ο ίδιος ο Τζόνσον, όπως επιβεβαιώνει ο φωτογραφικός φακός.
Ένα άλλο σκάνδαλο που τον βαρύνει αφορά την υπόθεση της ανακαίνισης της επίσημης πρωθυπουργικής κατοικίας. Όπως αποδείχθηκε, οι πολυτελείς εργασίες στην Ντάουνινγκ Στριτ χρηματοδοτήθηκαν από «χορηγίες» που δεν δηλώθηκαν ποτέ στην αρμόδια επιτροπή.
«Και πού είναι η αχτίδα φωτός σε όλα αυτά;» θα διερωτηθεί κανείς. Μα το γεγονός ότι οι βρετανικοί θεσμοί, τα ΜΜΕ και το πολιτικό προσωπικό έπραξαν ως όφειλαν για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Η αστυνομία επέβαλε χρηματικό πρόστιμο στον πρωθυπουργό για τα κορονοπάρτι, η αρμόδια επιτροπή ελέγχου έλεγξε και τιμώρησε τις αδιαφανείς χρηματοδοτήσεις, ο Τύπος ανέδειξε τα ψεύδη του Τζόνσον και τα πολιτικά στελέχη των Συντηρητικών ανέλαβαν τις ευθύνες τους. Οποιεσδήποτε συγκρίσεις όλων τούτων με τα καθ’ ημάς θα προκαλούσε, πάντως, μελαγχολία και επομένως είναι προτιμότερο να αποφεύγονται…