Από την έντυπη έκδοση
Της Βάσως Βεγίρη
[email protected]
Δύσκολα θα μπορούσε να αμφισβητήσει κανείς τη «δίψα» του μέσου πολίτη τόσο της Ευρώπης όσο και της Αμερικής για διακοπές, μετά από πάνω από δύο χρόνια πανδημίας, με αλλεπάλληλα lockdowns και άλλα μέτρα που του προκάλεσαν και έντονη ψυχολογική πίεση. Αυτή τη δίψα που έχει όντως οδηγήσει σε εντυπωσιακά -όπως διατείνεται και η ηγεσία του υπουργείου Τουρισμού- στοιχεία κρατήσεων και διανυκτερεύσεων στη χώρα μας για τον Ιούνιο, έναν μήνα που και προ πανδημίας κατά κανόνα δεν είχε τις υψηλές πληρότητες του υπόλοιπου καλοκαιριού.
Ναι, φέτος έχουν ήδη έρθει στην Ελλάδα για διακοπές περίπου 50% περισσότεροι απ’ ό,τι το 2019 Αμερικανοί πολίτες, «εξαργυρώνοντας» προφανώς και τις ιδιαίτερα ζεστές πολιτικές σχέσεις της προεδρίας Μπάιντεν με την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Σημαντική αύξηση καταγράφεται και στις αφίξεις από την Αυστρία, το Ισραήλ, τον Καναδά και τη Γαλλία, όπως και στις κρατήσεις από τη Βρετανία, με τους «διψασμένους» για τα ελληνικά «ήλιο και θάλασσα» Βρετανούς που δεν μπόρεσαν να μας επισκεφθούν πέρυσι λόγω της ασυμβατότητας των μέτρων για τον κορονοϊό. Αντιστοίχως, πολλά δημοφιλή νησιά και άλλα θέρετρα της χώρας μας «βουλιάζουν» ήδη από επισκέπτες που διαμένουν σε κατοικίες μισθωμένες μέσω ηλεκτρονικών πλατφορμών (Airbnb κ.ο.κ.).
Εξίσου εντυπωσιακή είναι όμως και η άλλη όψη του νομίσματος, δηλαδή η ήδη καταγεγραμμένη αύξηση του λειτουργικού κόστους για τις ξενοδοχειακές μονάδες. Με την κάνουλα μάλιστα του ρωσικού φυσικού αερίου να κλείνει πλέον σταδιακά προς διάφορες χώρες, προκαλείται μεγάλη ανησυχία για αναστολή των ταξιδιών, ενώ ολόκληρη η Ευρώπη κρατά την αναπνοή της για την επαπειλούμενη ολική διακοπή των ροών ρωσικού φυσικού αερίου προς τη Γερμανία, που θα φέρει τα πάνω κάτω σε όλη την ευρωπαϊκή οικονομία.
Σύμφωνα με το υπουργείο Τουρισμού, βέβαια, τα πρώτα στοιχεία της χρονιάς δείχνουν προσέλκυση επισκεπτών υψηλού εισοδηματικού επιπέδου, γεγονός που καταγράφεται και στα έσοδα. Μακάρι, λοιπόν, αυτά τα έσοδα να είναι τέτοια που να καλύψουν τα αυξημένα κόστη, προοπτική όμως που σύμφωνα με εκπροσώπους της ξενοδοχειακής αγοράς διαφαίνεται μάλλον «χλομή»