Οι ασυμπτωματικοί φορείς της ευλογιάς των πιθήκων είναι υπερδιπλάσιοι από τους συμπτωματικούς φορείς αναφέρει ο επίκουρος καθηγητής επιδημιολογίας Γκίκας Μαγιορκίνης, σε ανάρτησή του στο Facebook, σημειώνοντας ωστόσο ότι «αυτό δεν είναι λόγος ανησυχίας γιατί η μετάδοση από τους ασυμπτωματικούς φορείς είναι εξαιρετικά απίθανη».
Στην ανάρτησή του ο κ. Μαγιορκίνης εξηγεί πότε αυξάνεται δραματικά ο κίνδυνος μετάδοσης από ασυμπτωματικούς φορείς ενώ ξεκαθαρίζει ότι «οι περισσότεροι ειδικοί συμφωνούμε ότι σε καμία περίπτωση δεν θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε κάτι ανάλογο» με την Covid-19, καθώς «πρόκειται για ένα γνωστό νόσημα, που ξέρουμε πώς να το αντιμετωπίσουμε».
Τονίζει επίσης την ανάγκη να υπάρχει «σωστή ενημέρωση, επαγρύπνηση, ετοιμότητα και ψύχραιμη αντιμετώπιση», μακριά από προκαταλήψεις.
Ακολουθεί αναλυτικά η ανάρτηση του κ. Μαγιορκίνη:
«Ένα σημαντικό στοιχείο στην τρέχουσα επιδημία της ευλογιάς των πιθήκων είναι η κατανόηση των ασυμπτωματικών φορέων.
Σύμφωνα με μελέτες που έχουν διεξαχθεί στην Αφρική, η πιθανότητα να εκδηλώσεις τη νόσο μετά από στενή επαφή (secondary attack rate) είναι 7.5% αν δεν έχεις εμβολιασθεί για ευλογιά και μόλις 1% αν έχεις εμβολιασθεί για ευλογιά. Οι ορολογικές μελέτες όμως έδειξαν ότι το 18% των ανεμβολίαστων επαφών έκανε ορομετατροπή, δηλαδή πέρασαν τη νόσο ασυμπτωματικά.
Οι ασυμπτωματικοί φορείς δηλαδή είναι υπερδιπλάσιοι από τους συμπτωματικούς φορείς. Αυτό δεν είναι λόγος ανησυχίας γιατί η μετάδοση από τους ασυμπτωματικούς φορείς είναι εξαιρετικά απίθανη καθώς δεν έχουν εξανθήματα. Θεωρώ όμως με βάση αυτά τα στοιχεία και το αναδυόμενο πρότυπο υπερμετάδοσης ότι ο κίνδυνος μετάδοσης από ασυμπτωματικούς αυξάνεται δραματικά με την πολύ στενή επαφή με άμεση ανταλλαγή σωματικών υγρών όπως είναι η σεξουαλική επαφή.
Συγχρόνως όμως θέλω να είμαι ξεκάθαρος: θα προκύψουν ΚΑΙ ΑΡΚΕΤΑ (όχι λίγα) γεγονότα που δεν εξηγούνται με την σεξουαλική επαφή και πιθανώς δεν θα μπορούμε να βρούμε την πηγή της μετάδοσης. Το γεγονός ότι μπορούμε να εξηγήσουμε ένα ποσοστό μέσω ενός καλά περιγεγραμμένου τρόπου μετάδοσης δεν σημαίνει ότι όλα τα περιστατικά, ακόμα και αυτά που δεν κατανοούμε, αποτελούν τμήμα του ίδιου προτύπου.
Κλείνοντας: Αντιλαμβάνομαι ότι τα αντανακλαστικά μας από την COVID-19 είναι ανεβασμένα. Οι περισσότεροι ειδικοί συμφωνούμε ότι σε καμία περίπτωση δεν θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε κάτι ανάλογο. Δεν χρειάζεται, όμως, να πηγαίνουμε από το ένα άκρο στο άλλο, από τον πανικό στην αδιαφορία και πάλι πίσω στον πανικό. Πρόκειται για ένα γνωστό νόσημα, που ξέρουμε πώς να το αντιμετωπίσουμε, που δεν είναι πολύ μεταδοτικό (όσο η COVID-19), αλλά θέλουμε την συνεργασία και την κατανόηση του κόσμου για να το αντιμετωπίσουμε. Χρειάζεται σωστή ενημέρωση, επαγρύπνηση, ετοιμότητα, ψύχραιμη αντιμετώπιση και συνεργασία. Και κυρίως να μείνουμε μακριά από προκαταλήψεις και ακρότητες που μας πληγώνουν και μας διαιρούν.
Παραθέτω σχετική βιβλιογραφία και το κείμενο από το οποίο εξάγω συμπεράσματα σχετικά με τους ασυμπτωματικούς φορείς».