Του Μιχάλη Ψύλου
[email protected]
Τα πήγε καλά ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν στον πρώτο γύρο των εκλογών. Κέρδισε με διαφορά τεσσάρων μονάδων την βασική αντίπαλό του, Μαρίν Λε Πεν και πηγαίνει στον δεύτερο γύρο με βάσιμες προσδοκίες ότι θα παραμείνει στο Μέγαρο των Ηλυσίων, έστω και με μικρή διαφορά.
«Η Γαλλία των στελεχών και της εύπορης μεσαίας τάξης, εναντίον της Γαλλίας των φτωχότερων στρωμάτων και των συνταξιούχων, οι πόλεις ενάντια στην περιφέρεια, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ενάντια στην εθνική κυριαρχία», γράφει η Le Monde, σχολιάζοντας τι εκπροσωπούν οι δύο μονομάχοι. «Ο Μακρόν αύξησε τη δύναμή του κατά 3,6 ποσοστιαίες μονάδες σε μια πενταετία, η Λε Πεν κατά 2,1 μονάδες» τονίζει η γαλλική εφημερίδα και προσθέτει: «Ο ένας ενίσχυσε το προεδρικό του ανάστημα χάρη στην κρίση Covid-19 και τον πόλεμο στην Ουκρανία. Η άλλη εκμεταλλεύτηκε την ανησυχία των Γάλλων για την αγοραστική τους δύναμη. Οι δύο πρωταγωνιστές προσπάθησαν επί πέντε χρόνια να σκηνοθετήσουν την αντίθεσή τους. Η ιστορία είναι φαινομενικά επαναλαμβανόμενη, αλλά μόνο επιφανειακά», εκτιμά η Le Monde.
Πάρα πολλά πράγματα είναι όντως διαφορετικά στη νέα αναμέτρηση στις 24 Απριλίου: Τα περισσότερα δημοκρατικά κόμματα κάλεσαν ήδη τους οπαδούς τους να ψηφίσουν τον Μακρόν στον δεύτερο γύρο, αλλά χωρίς ενθουσιασμό. «Ο Μακρόν πρέπει να κερδίσει εκείνους που στην πραγματικότητα είχαν βαρεθεί με την αλαζονεία του», γράφει η γερμανική Tagesschau και προσθέτει: «Για να το πετύχει αυτό, πρέπει να τους προσφέρει περισσότερο διάλογο, περισσότερη ταπεινοφροσύνη».
Η Λε Πεν εξασφάλισε την υποστήριξη του έτερου ακροδεξιού υποψήφιου, Ερίκ Ζεμούρ. Μεγάλο ερωτηματικό είναι τι θα πράξουν οι Αριστεροί ψηφοφόροι του Ζαν Λικ Μελανσόν, ο οποίος τους κάλεσε μεν να μην δώσουν ούτε μία ψήφο στη Λε Πεν, αλλά απέφυγε να τους πει να στηρίξουν Μακρόν. Ο Μελανσόν, με ποσοστό σχεδόν 22% κατόρθωσε να αυξήσει σημαντικά την απήχησή του. «Ο Γάλλος πρόεδρος, ο οποίος ανέλαβε τα καθήκοντά του το 2017 με ακαταμάχητη ενέργεια, όραμα και θέληση να αλλάξει τα πάντα, δεν έχει ακόμη καταλήξει σε καμία καινοτόμο, εκπληκτική ιδέα για τη δεύτερη θητεία του. Στην πραγματικότητα προωθεί μόνο τη μισητή σύνταξη στα 65 και ένα κλασικό συντηρητικό οικονομικό πρόγραμμα. Δύσκολα θα προσελκύσει τους ψηφοφόρους του αριστερού λαϊκιστή Μελανσόν», γράφει η Βερολινέζικη Taggespiegel. Είναι πιθανό λοιπόν οι Αριστεροί να πάνε να ψηφίσουν, γεγονός που θα αυξήσει ακόμη περισσότερο το 26% της αποχής στον πρώτο γύρο.
«Ακροδεξιό πρόβλημα»
Τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου καταδεικνύουν όμως δύο σημαντικές προεκτάσεις: Το μισό γαλλικό εκλογικό σώμα επέλεξε τρεις υποψηφίους με ευρωσκεπτιστικό και αντι-συστημικό υπόβαθρο-είτε από την άκρα δεξιά είτε από την Αριστερά.
Ειδικά το ακροδεξιό στρατόπεδο στο σύνολό του είναι σημαντικά ισχυρότερο από ό,τι πριν από πέντε χρόνια. «Η Γαλλία έχει ένα ακροδεξιό πρόβλημα», γράφει η ιστοσελίδα Politico. «Πάνω από το 30% των ψηφοφόρων επέλεξαν τη Λε Πέν και τον ακόμη πιο ακραίο δεξιό Ερίκ Ζεμούρ», σημειώνει η ευρωπαϊκή ιστοσελίδα. Σε κάθε περίπτωση, η ακροδεξιά έχει γίνει ένα αποδεκτό κόμμα για εκατομμύρια πολίτες και αβίαστα προκύπτει το ερώτημα: Γιατί η ξενοφοβική, αυταρχική και αντιευρωπαϊκή ακροδεξιά κατάφερε να είναι σήμερα η εναλλακτική λύση, έχοντας πιθανότητες –έστω και περιορισμένες - να κυβερνήσει ενάντια σε όλες τις δημοκρατικές δυνάμεις στη Γαλλία;
Τα αποτελέσματα των προεδρικών εκλογών των τελευταίων 40 ετών μιλούν από μόνα τους: το 1988, ο πατέρας της Μαρίν, Ζαν-Μαρί Λε Πέν συγκέντρωσε το 14,39% των ψήφων στον πρώτο γύρο απέναντι στον σοσιαλιστή πρόεδρο Φρανσουά Μιτεράν. Το 1995 έφτασε το 15% απέναντι στον κεντροδεξιό Ζακ Σιράκ, του συντηρητικού υποψηφίου. Το 2002, ο Ζαν Μαρί με 17,79%, ξεπέρασε όλες τις προβλέψεις και έφτασε στον δεύτερο γύρο απέναντι στον Σιράκ και μπροστά από τον σοσιαλιστή Λιονέλ Ζοσπέν. Το 2007 ο Ζαν μαρί Λε Πεν υποχώρησε στο 10,44% σε σχέση με τον υπερσυντηρητικό Νικολά Σαρκοζί, αλλά το 2012, η κόρη του, Μαρίν Λε Πέν, ανέκαμψε αποσπώντας το 17,90%, το οποίο, το 2017 ανέβασε στο 33,90% στον δεύτερο γύρο έναντι του Εμμανουέλ Μακρόν.
Εξαέρωση του δικομματισμού
Η ανοδική εξέλιξη της δύναμης της ακροδεξιάς δεν είναι μόνο σταθερή, αλλά και σε βάθος: Εμφανίζει την ίδια άνοδο στο σύνολο της πολιτικής εκπροσώπησης: στα δημαρχεία, με χιλιάδες δημοτικούς συμβούλους, στα μητροπολιτικά διαμερίσματα και τις περιφέρειες, σε όλους τους μηχανισμούς και τους θεσμούς του Κράτους και της Διοίκησης. Σε αυτό έχει βοηθήσει φυσικά και το μετριοπαθές πρόσωπο που καλλιέργησε η Μαρίν Λε Πεν τα τελευταία χρόνια και η εστίαση του λόγου της στην καθημερινότητα των Γάλλων-στην ακρίβεια, την αγοραστική δύναμη και στην ανάγκη μείωσης στα 60 της ηλικίας συνταξιοδότησης.
Ο πρώτος γύρος των γαλλικών εκλογών επιβεβαίωσε όμως και άλλο ένα φαινόμενο: Την εξαέρωση του πάλαι ποτέ δικομματικού συστήματος. Η υποψήφια της παραδοσιακής Κεντροδεξιάς Βαλερί Πεκρές απέσπασε το 4,8% και η Σοσιαλίστρια, Αν Ινταλγκό μόλις το 1,7%. Αν και δήμαρχος του Παρισιού, η Ινταλγκό πήρε στη γαλλική πρωτεύουσα μόλις 23.000 ψήφους και αναδείχθηκε έβδομη. Ηδη, οι δύο υποψήφιες ξεκίνησαν έρανο για να πληρώσουν τα έξοδα της προεκλογικής τους εκστρατείας, καθώς δεν μπορούν να ελπίζουν σε κρατική αποζημίωση αφού απέτυχαν να πιάσουν το απαραίτητο όριο του 5%.