O Γάλλος πρόεδρος, Νικολά Σαρκοζί, δήλωσε προσφάτως ότι η φιλοσοφία του «laissez-faire» έχει πλέον ξοφλήσει. Ίσως και να ισχύει κάτι τέτοιο και, σε περίπτωση που ο Γάλλος πρόεδρος έχει δίκιο, εμείς θα πρέπει να αισθανόμαστε ικανοποιημένοι; Εάν πράγματι η φιλοσοφία του laissez-faire έχει τελειώσει, τι θα είναι εκείνο που θα την αντικαταστήσει, ως το θεμέλιο μιας ανοικτής, παγκόσμιας κοινωνίας;
Τώρα περισσότερο από ποτέ, αξίζει κανείς να φέρει στη μνήμη του ότι το προηγούμενο χρηματοοικονομικό κραχ έδωσε αφορμή για μια νέα εποχή συμφωνιών στις ΗΠΑ, παράλληλα όμως βύθισε τον κόσμο σε έναν νέο «μεσαίωνα» οικονομικού εθνικισμού και ιμπεριαλισμού. Το ελεύθερο εμπόριο απέχει μακράν από το να θεωρηθεί τέλειο, αλλά οι εναλλακτικές είναι χειρότερες. Και ο προστατευτισμός είναι επιζήμιος για τον πλούτο, επιζήμιος για τη δημοκρατία και επιζήμιος για την ειρήνη.
Παρ' όλα αυτά, ένα νέο «κύμα» προστατευτισμού αποτελεί γνήσιο κίνδυνο. Ο Μπαράκ Ομπάμα, εστιάζοντας στο αίσθημα προστατευτισμού που επικρατεί μεταξύ Αμερικανών, απείλησε στη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας να ανασυντάξει τη ΒορειοΑμερικανική Συμφωνία Ελευθέρου Εμπορίου. Και τον Ιούλιο, κατέρρευσε ο γύρος συνομιλιών της Ντόχα με στόχο την απελευθέρωση του εμπορίου, εν μέρει διότι οι ΗΠΑ αρνήθηκαν να περιορίσουν τις επιδοτήσεις προς τον αγροτικό τομέα.
Ο κόσμος διολισθαίνει προς τον εθνικισμό και την απομόνωση. Εάν μια κυβέρνηση μπορεί να παρέμβει για τη διάσωση των υπό κατάρρευση τραπεζών, γιατί να μην προστατεύσει, εκτός από τις επιχειρήσεις που βρίσκονται στο χείλος της κατάρρευσης, και τους αγρότες;
Χρειαζόμαστε μια νέα συμφωνία που να διέπει το εμπόριο. Και αυτόν τον καιρό γίνεται λόγος για ένα δεύτερο Μπρέτον Γουντς, που θα συμβάλει στην αναδιάρθρωση του παγκόσμιου χρηματοοικονομικού τομέα, θα προωθήσει τη βιωσιμότητα και θα προσφέρει στις αναπτυσσόμενες χώρες «βοήθεια για εμπορικές συναλλαγές». Αλλά, για να είναι αποτελεσματική, οποιαδήποτε συμφωνία για την προώθηση του εμπορίου θα πρέπει να προϋποθέτει κάτι περισσότερο από τη σύσταση νέου θεσμικού πλαισίου. Θα πρέπει να προϋποθέτει δημογραφικές μεταρρυθμίσεις.
Στην πραγματικότητα, η συγκεκριμένη προϋπόθεση έχει ιστορικές ρίζες. Είμαστε τόσο συνηθισμένοι να εκλαμβάνουμε το ελεύθερο εμπόριο ως ένα ειδικό ζήτημα για τους φιλελεύθερους οικονομολόγους και τους εμπορικούς εκπροσώπους με τα σκούρα κοστούμια, ώστε ξεχνάμε το γεγονός ότι πριν από έναν αιώνα, το ελεύθερο εμπόριο ήταν βασική αρχή στις πεποιθήσεις πολλών δημοκρατικών, φεμινιστικών και ριζοσπαστικών κινημάτων αλλά και εργατικών συνδικάτων.
Εκείνη την εποχή, η Βρετανία βρισκόταν σε θέση ανάλογη με την κατάσταση που αντιμετωπίζουν σήμερα οι ΗΠΑ: μια υπερδύναμη σε φάση παρακμής, αντιμέτωπη με νέους ανταγωνιστές και τις αντιδράσεις εναντίον της παγκοσμιοποίησης.
Προς τα τέλη του 19ου αιώνα, όλες οι υπερ-δυνάμεις ύψωσαν εμπόδια στο ελεύθερο εμπόδιο -όλες εκτός από τη Βρετανία. Και από τη στάση της Βρετανίας μπορεί κανείς να διδαχθεί κάποια μαθήματα για το σήμερα. Οι περισσότεροι οικονομολόγοι εστιάζουν στην υπεροχή του μοντέλου περί ελεύθερου εμπορίου, επικαλούμενοι την ισχύ των λόμπι και των παρασκηνιακών διαβουλεύσεων για να εξηγήσουν το γεγονός ότι δεν είναι και τόσο δημοφιλές στην πράξη. Και όπως υποστήριξε ο πρόεδρος της Φέντεραλ Ριζέρβ, Μπεν Μπερνάνκι, η επέκταση του εμπορίου συνοδεύεται αναπόφευκτα από κάποιους χαμένους, οι διαμαρτυρίες των οποίων αποσπούν την προσοχή από τα πλεονεκτήματα της παγκοσμιοποίησης.
Αυτό είναι αλήθεια, αλλά είναι μόνο η μία πλευρά των πραγμάτων, καθώς αγνοεί το πώς, σε κρίσιμες ιστορικές στιγμές, το ελεύθερο εμπόριο έχει εξασφαλίσει την υποστήριξη των νικητών.
Πριν από έναν αιώνα και στη διάρκεια μιας προηγούμενης κρίσης σχετικά με την παγκοσμιοποίηση, η ζήτηση για ελεύθερο εμπόριο στη Βρετανία αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για ένα γνήσιο κίνημα, το οποίο επηρέασε εκατομμύρια ανθρώπους. Για τις γυναίκες, που παρέμεναν χωρίς δικαίωμα ψήφου, το ελεύθερο εμπόριο ήταν ένα είδος υποκατάστατης ιθαγένειας: το κοινοβούλιο εξασφάλισε τα δικαιώματά τους ως μερίδας καταναλωτών, αφήνοντας την πόρτα ανοικτή στο ενδεχόμενο φθηνών εισαγωγών. Για πολλούς δημοκρατικούς, ήταν μια δύναμη για ειρήνη και κοινωνική δικαιοσύνη, περιορίζοντας την ισχύ των μεμονωμένων συμφερόντων, διδάσκοντας τους πολίτες τη δικαιοσύνη και την κατανόηση σε διεθνές επίπεδο.
Δεν θα πρέπει να εξιδανικεύουμε εκείνη την εποχή του ελεύθερου εμπορίου. Η φτώχεια δεν εξαλείφθηκε. Πολλοί Βρετανοί είχαν πιστέψει στην «Αυτοκρατορία του Ελεύθερου Εμπορίου». Κάποιοι άλλοι αναζωπύρωσαν τον αγγλο-γερμανικό ανταγωνισμό, περιγράφοντας τον προστατευτισμό της Γερμανίας ως μια βάρβαρη κοινωνία, επιβιώνοντας με λουκάνικα από άλογο και κρέας από σκύλο. Ο Λόιντ Τζορτζ, ο μελλοντικός πρωθυπουργός, είχε δηλώσει δημοσίως ότι φοβόταν περισσότερο το γερμανικό λουκάνικο από ό,τι το γερμανικό ναυτικό.
Και ένας από τους λόγους που το ελεύθερο εμπόριο κατάφερε να «κατατροπώσει» τον προστατευτισμό στη Βρετανία πριν από έναν χρόνο ήταν το γεγονός ότι οι υποστηρικτές του στράφηκαν στα συναισθήματα και ταυτότητα των ανθρώπων και όχι μόνο στα λογικά τους συμφέροντα για περισσότερο πλούτο και φθηνή τροφή.
Φιλελεύθεροι και ριζοσπάστες διοργάνωσαν περιοδείες, έγχρωμες αφίσες και πολιτική ψυχαγωγία. Στις πόλεις, οι βιτρίνες των καταστημάτων παρέθεταν το κόστος των δασμών στους απλούς καταναλωτές. Και στην επαρχία, οι κάτοικοι παρακολουθούσαν μέχρι αργά το βράδυ πολιτικές παρουσιάσεις. Το 1910, η συμμετοχή σε συγκεντρώσεις σε παραθαλάσσια θέρετρα άγγιξε το ένα εκατομμύριο. Πότε ήταν η τελευταία φορά που πήγατε στην παραλία και βρεθήκατε να συμμετέχετε σε συζήτηση περί δασμών;
Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και η δεκαετία του '20 διέψευσαν την αφελή πεποίθηση περί «αγνότητας» στο ελεύθερο εμπόριο. Όπως και σήμερα, οι καταναλωτές ανακάλυψαν ότι οι αγορές μπορούν να τους αφήσουν αβοήθητους, οδηγώντας σε εκκλήσεις για τη θέσπιση κανονισμών. Οι υπέρμαχοι της παγκόσμιας ειρήνης θα έπρεπε να συνειδητοποιήσουν το απλό γεγονός ότι το ελεύθερο εμπόριο, από μόνο του, δεν μπορούσε να οδηγήσει στην παγκόσμια ειρήνη. Η οικονομική παγκοσμιοποίηση ξεπέρασε την πολιτική, δημιουργώντας νέες εντάσεις για το πετρέλαιο και άλλους στρατηγικούς πόρους. Οι πολιτικοί θεσμοί έπρεπε να αναθεωρηθούν, ώστε να συμβαδίζουν με τη νέα τάξη πραγμάτων.
Το Μπρέτον Γουντς και η Γενική Συμφωνία για Δασμούς και Εμπόριο δημιούργησε μια νέα τάξη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε οικονομικούς όρους, είχαν αξιοσημείωτη επιτυχία. Οι δασμοί υποχώρησαν, παρόλο που αυξήθηκαν οι συμφωνίες προνομιακής μεταχείρισης. Αλλά όσον αφορά τη δημοκρατική κουλτούρα, η Γενική Συμφωνία για Δασμούς και Εμπόριο συνέβαλε σε ακόμη μεγαλύτερο διαχωρισμό του εμπορίου από την καθημερινή πολιτική. Και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο το ελεύθερο εμπόριο βρέθηκε τόσο «ανυπεράσπιστο» απέναντι στις διαμαρτυρίες κατά της παγκοσμιοποίησης.
Τα καλά νέα είναι ότι ο κόσμος δεν έχει σταματήσει να ενδιαφέρεται για την ηθική πλευρά του εμπορίου. Αντιθέτως, έχουν στραφεί σε άλλα κινήματα, όπως τις δίκαιες εμπορικές συναλλαγές και την εμπορική δικαιοσύνη. Για να είμαστε δίκαιοι, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου υπό την καθοδήγηση του Πασκάλ Λαμί προσπάθησε να προσεγγίσει τέτοιου είδους οργανώσεις.
Παρ' όλα αυτά, θα χρειασθεί να καταβληθούν μεγαλύτερες προσπάθειες για την επανασύνδεση του ελεύθερου εμπορίου με την ιθαγένεια και τη διεθνή αλληλεγγύη. Τα διδάγματα της ιστορίας δείχνουν ότι κάτι τέτοιο είναι και πιθανό αλλά και αναγκαίο.
FRANK TRENTMANN, καθηγητής ιστορίας στο Κολέγιο Birkbeck, του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και συγγραφέας του βιβλίου «Έθνος Ελεύθερου Εμπορίου» (Free Trade Nation)
Copyright: Project Syndicate, 2008.