The N Society
Του Ορέστη Ομράν
Δικηγόρου, εταίρου και επικεφαλής του ελληνικού τμήματος της DLA Piper
Η ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ανάπτυξη που σημειώθηκε στη χώρα μας το 2021, ένεκα και της αναμενόμενης αποκατάστασης της οικονομίας μετά το σοκ της πανδημίας, συνοδεύεται από αισιόδοξες προβλέψεις για το 2022. Την αισιοδοξία αμφισβητούν η αβεβαιότητα για την πορεία της νέας μετάλλαξης και την εν γένει εξέλιξη της υγειονομικής κατάστασης παγκοσμίως, ο -όπως όλα φαίνεται- αυξημένος πληθωρισμός, η μείωση της κατανάλωσης και η περιορισμένη διεθνής ζήτηση, η οποία επηρεάζει τις εξαγωγές, η ενεργειακή κρίση και η αύξηση στις τιμές των πρώτων υλών. Σε αυτό το κλίμα οι πραγματικές επενδύσεις από εγχώριους και ξένους επενδυτές καθίστανται πολύ σημαντικές για την επίτευξη των επιδιωκόμενων στόχων ανάπτυξης. ΤΑ 11 ΔΙΣ. του προϋπολογισμού για κρατικές δαπάνες για επενδύσεις που περιλαμβάνουν τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης αποτελούν σαφώς μια καλή αρχή και αναμένεται να ενισχύσουν και την ιδιωτική πρωτοβουλία. Από μόνα τους ωστόσο δεν αρκούν. Απαιτούνται ταχύτατη υλοποίηση του διαδικαστικού πλαισίου αξιοποίησης του Ταμείου, αλλά και απλοποίηση των διαγωνιστικών διαδικασιών ανάθεσης και εκτέλεσης των έργων που θα χρηματοδοτηθούν από αυτό. ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ οι άμεσες ξένες επενδύσεις συνδέονται με διαχρονικά αιτήματα των ξένων επενδυτών και με παθογένειες της ελληνικής διοίκησης, οι οποίες παρότι έχουν μετριασθεί εξακολουθούν να αποτελούν τροχοπέδη για μεγάλα έργα με τη συμμετοχή ξένων κεφαλαίων. Γνωρίζουμε πως οι καθυστερήσεις και η υπαίτια ή μη κωλυσιεργία οδήγησαν σε σημαντικές συναλλαγές που ακυρώθηκαν ή αναβλήθηκαν επ’ αόριστον. Στη νέα, σχεδόν μεταπανδημική περίοδο δεν θα έχουμε αυτή την πολυτέλεια. Ο ψηφιακός και εν γένει εκσυγχρονισμός της Διοίκησης θα πρέπει συνεπώς να συνεχίσει με κάθε κόστος, όπως και η στελέχωση των αρμόδιων υπηρεσιών με επαρκώς καταρτισμένο προσωπικό
ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ εξάλλου για τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής Δικαιοσύνης με την επιτάχυνση των διαδικασιών που αφορούν μεγάλα έργα, συμπεριλαμβανομένων προσφυγών και ασφαλιστικών μέτρων, δεν θα μπορούσε να είναι πιο επίκαιρο. Η λειτουργία τμημάτων ταχείας εκδίκασης διαφορών που αφορούν -τουλάχιστον- εμβληματικές και στρατηγικές επενδύσεις δεν αποτελεί απλώς κοινή λογική, αλλά αποτρέπει σε μεγάλο βαθμό τις βλέψεις άσκησης αθέμιτων επιρροών σε εκλεγμένους και μη παράγοντες ως αποτέλεσμα της άποψης πως μόνο η πολιτική βούληση μπορεί να βοηθήσει στην έναρξη και ολοκλήρωση σημαντικών έργων.
ΕΠΙΣΗΣ, πέρα από τα ad hoc φορολογικά κίνητρα, για τα οποία μιλάμε στη χώρα μας τα τελευταία τουλάχιστον 25 χρόνια, θα πρέπει να δοθούν και άλλα προκειμένου οι ξένοι επενδυτές όχι μόνο να πραγματοποιούν επενδύσεις, αλλά να παραμένουν στη χώρα διατηρώντας ή και αυξάνοντας τις θέσεις τους. Η κλασική πλέον σταθεροποίηση του φορολογικού συντελεστή για δέκα ή παραπάνω χρόνια για στρατηγικές επενδύσεις, η οποία επανανομοθετήθηκε πρόσφατα, δεν προσφέρει πολλά από μόνη της. Κοινωνικοασφαλιστικά και φορολογικά κίνητρα για περισσότερες και διαρκέστερες προσλήψεις θα δώσουν στην προσπάθεια πραγματικό κοινωνικό πρόσημο και θα μειώσουν περαιτέρω την ανεργία. Η ΔΙΕΘΝΗΣ εμπειρία θα μπορούσε να προσθέσει περισσότερα νέα μέτρα: Σύνδεση των φορολογικών κινήτρων (και) με την επίτευξη συγκεκριμένου αριθμού εργαζομένων, όπως προβλέπει σχετική νομοθεσία της Νεμπράσκα των Ηνωμένων Πολιτειών, ή ανάληψη της κατασκευής των τοπικών υποδομών που απαιτούνται για την πραγματοποίηση μιας επένδυσης από το κράτος ώστε να προσελκύσει η περιοχή τους επενδυτές, μέτρο επίσης δημοφιλές στις ΗΠΑ. Βέβαια, σε τέτοια νεωτερικά για τα δεδομένα της χώρας μέτρα, θα πρέπει να επιτευχθεί συνεργασία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία συχνά ανατρέπει τέτοιες πρωτοβουλίες μέσω της εφαρμογής των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων.
ΤΑ ΙΔΙΑ γενναία κίνητρα -προσαρμοζόμενα φυσικά από τεχνικής και οικονομικής απόψεως- καλό θα ήταν να καλύπτουν και τους εγχώριους και ξένους μικρότερους επενδυτές, οι οποίοι ενίοτε αποδεικνύονται και οι σταθερότεροι. Η κινητικότητα που παρατηρείται σε συναλλαγές venture capital μέσω της αυξανόμενης δραστηριοποίησης των angel investors και η συλλογική συγκέντρωση κεφαλαίων ιδιωτικής πρωτοβουλίας από Έλληνες του εξωτερικού για τοποθετήσεις στην ελληνική αγορά είναι εξαιρετικής σημασίας για την οικονομία και θα πρέπει να προστατευθούν καθώς θα αποτελέσουν τμήμα της οικονομικής μεταπανδημικής κανονικότητας. Η ΕΘΝΙΚΗ οικονομία δεν έχει ανάγκη από ευκαιριακές τοποθετήσεις και ξαφνικές εξαγωγές του ξένου κεφαλαίου, πράγμα που βλέπουμε ιδίως στον χρηματοοικονομικό τομέα. Απαιτούνται, αντιθέτως, μακροχρόνιες, βιώσιμες επενδύσεις που και επαρκώς προστατευμένες και επικερδείς είναι για τους επενδυτές, αλλά και επωφελείς για τον τόπο και τους ανθρώπους του. Η μεγάλη πρόκληση για τη χώρα, είναι το 2022 να μετατραπεί στη χρονιά της έξυπνης νομοθέτησης και της αποτελεσματικής εφαρμογής του υπάρχοντος πλαισίου στα πλαίσια μιας ενιαίας και συγκεκριμένης στρατηγικής.