Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
Το CDC άλλαξε την 1η Σεπτεμβρίου τον ορισμό του εμβολιασμού. Ηταν, σύμφωνα με μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που κυκλοφόρησαν, προβληματικός.
Μπορεί να ήταν ξεπερασμένος, αλλά η συγκυρία με τις επιχειρήσεις «φτου ξελευτερία» έπαιξε σίγουρα ρόλο. Περίπου οκτώ μήνες απ' όταν άρχισαν τα προγράμματα εμβολιασμών διεθνώς, είχε τρύπα ο ορισμός: «Εμβολιασμός είναι η εισαγωγή ενός εμβολίου στο σώμα με σκοπό την πρόκληση ανοσίας [immunity] σε μια συγκεκριμένη ασθένεια». Εγινε, λοιπόν, «εισαγωγή ενός εμβολίου με σκοπό την προστασία [protection] από μια συγκεκριμένη ασθένεια».
Σε κάποιους φάνηκε ότι το CDC άλλαξε τον ορισμό, λόγω της φθίνουσας αποτελεσματικότητας των εμβολίων κατά της COVID-19 με την πάροδο του χρόνου -ήταν πρόσφατη και η ισραηλινή μελέτη- ενώ οι πιο λεπτολόγοι βρήκαν και την αλλαγή λειψή, καθώς «προστασία» προσφέρει και φάρμακο, που δεν είναι εμβόλιο.
Tι συνέβη, λοιπόν; Οι αρνητές ήταν διαβαστεροί και χρησιμοποίησαν τον ορισμό του CDC για να υποστηρίξουν ότι τα εμβόλια κατά του κορονοϊού δεν είναι εμβόλια.
Το πρόβλημα είναι ότι η αλλαγή έδωσε κι άλλη τροφή στους «αντί». «Γιατί να βελτιώσουν οι εταιρείες τα εμβόλια, όταν μπορεί μία λέξη να κάνει τη διαφορά, ώστε και τα προϊόντά τους, να χωρά;».
Αυτή η μικρή ιστορία είναι ενδεικτική της σύγχυσης που επικρατεί και του κλονισμού της εμπιστοσύνης ακόμη και εμβολιασμένων σε αυτούς που εισηγούνται τα μέτρα.
Οι πολιτικοί μάς είχαν μπερδέψει με τα μηνύματα που περνούσαν. Πλέον, όμως, η μπάλα έχει πάρει και τους επιστήμονες, ενώ όταν έσκασε η πανδημία περιμέναμε με αγωνία κάθε νέα τους οδηγία.
Εχω ακούσει τριτοδοσίτες και ανθρώπους που ορκίζονται στο όνομα της επιστήμης να έχουν χάσει κάθε εμπιστοσύνη. Ιδίως, μετά την ανακοίνωση χορήγησης της ενισχυτικής δόσης στους τρεις μήνες από την δεύτερη, μειώνοντας στο μισό το ενδιάμεσο διάστημα που αρχικά είχε καθοριστεί.
Χωρίς επαρκή αιτιολόγηση και αναφορά σε επιστημονικές μελέτες που το πιστοποιούν, παρά με μόνη επίκληση την Ο, για την οποία ανησυχούν.