Τους επόμενους μήνες, «όλοι όσοι δεν είναι εμβολιασμένοι πιθανότατα θα μολυνθούν», προειδοποιεί ο Πρόεδρος της Ένωσης Ιατρών Ασφαλιστικών Ταμείων (KBV) Αντρέας Γκάσεν και καλεί τους πολίτες να σπεύσουν ακόμη και τώρα να εμβολιαστούν. Την ίδια ώρα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ινστιτούτου «Ρόμπερτ Κοχ», μόνο το 0,26% των εμβολιασμένων παρουσιάζουν τελικά συμπτώματα της Covid-19.
Με τον δείκτη των κρουσμάτων ανά 100.000 κατοίκους εντός επτά ημερών να βρίσκεται σήμερα στο 213,7, ύψος - ρεκόρ από την αρχή της πανδημίας, κλιμακώνεται στη Γερμανία η δημόσια συζήτηση σχετικά με τα μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν ενόψει του χειμώνα. Συνολικά, ο αριθμός των νέων κρουσμάτων αυξήθηκε κατά 61% σε σχέση με την προηγούμενη εβδομάδα, με «πρωταθλητή» την περιφέρεια Μίζμπαχ, στη Βαυαρία, όπου ο δείκτης έφθασε στο 868,4.
Χαμηλότερο παραμένει το οσοστό νοσηλείας
Ταυτόχρονα ωστόσο το ποσοστό νοσηλείας παραμένει χαμηλότερο σε σύγκριση με τον Δεκέμβριο του 2020, με τους ειδικούς όμως να εκφράζουν φόβους για τον κίνδυνο διπλασιασμού του τις επόμενες ημέρες. «Τους επόμενους μήνες θα βιώσουμε μια κατάσταση όπου όλοι όσοι δεν είναι εμβολιασμένοι πιθανότατα θα μολυνθούν», τονίζει, μιλώντας στην BILD, ο Πρόεδρος της Ένωσης Ιατρών Ασφαλιστικών Ταμείων Αντρέας Γκάσεν.
Ο λοιμωξιολόγος Πέτερ Κέμσερ, από το Πανεπιστήμιο του Τίμπιγκεν, αναφέρει ως πιθανή εξήγηση για την αύξηση των κρουσμάτων αφενός την πολύ υψηλή μεταδοτικότητα του στελέχους «Δέλτα» και αφετέρου τη χαλάρωση των μέτρων και την επιστροφή σε πιο φυσιολογικούς τρόπους συμπεριφοράς στην καθημερινότητα. «Πριν από έναν χρόνο οι περιορισμοί ήταν πολύ αυστηρότεροι», επισημαίνει.
Οι εμβολιασμένοι πάντως, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ινστιτούτου «Ρόμπερτ Κοχ», φαίνεται ότι έχουν πολύ μικρή συμμετοχή σε αυτή την αύξηση. Σύμφωνα με την εβδομαδιαία έκθεση του Ινστιτούτου, την προηγούμενη εβδομάδα εντοπίστηκαν 145.185 πιθανές μολύνσεις παρά τον εμβολιασμό. «Με μια πρώτη ματιά, φαίνεται πολύ. Ωστόσο δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι θα διαπιστώνονται όλο και περισσότερα κρούσματα μεταξύ των εμβολιασμένων», εξηγεί το «Ρόμπερτ Κοχ». «Όσο αυξάνεται το ποσοστό εμβολιασμού, αναλογικά τόσο περισσότεροι εμβολιασμένοι θα βρίσκονται μεταξύ των κρουσμάτων.
Μόνο το 0,26% των εμβολιασμένων παρουσιάζουν τελικά συμπτώματα της Covid-19
Ο αριθμός τους εξαρτάται επίσης από τον αριθμό των ενεργών κρουσμάτων που κυκλοφορούν - όσο περισσότερα είναι αυτά, τόσο αυξάνεται και η πιθανότητα να μολυνθεί και ένας εμβολιασμένος», καταλήγει το επιστημονικό Ινστιτούτο. Ωστόσο οι συνολικοί αριθμοί είναι ξεκάθαροι: Στη Γερμανία θεωρούνται πλήρως εμβολιασμένοι 55,8 εκατομμύρια άνθρωποι και έχουν αναφερθεί 145.185 κρούσματα ανάμεσά τους. Μόνο το 0,26% των εμβολιασμένων παρουσιάζουν τελικά συμπτώματα της Covid-19, εφόσον μολυνθούν από κορονοϊό, αναφέρεται στην Έκθεση.
Επιπλέον, σε ό,τι αφορά την ηλικιακή ομάδα 18-59 ετών, ο δείκτης των νέων κρουσμάτων για τους μη εμβολιασμένους ήταν στις 25 Οκτωβρίου στο 107,1, ενώ για τους εμβολιασμένους στο 32,6. Στους άνω των 60, τα κρούσματα μη εμβολιασμένων ανά 100.000 κατοίκους επί επτά ημέρες ήταν 51,4 και μόνο 17,5 τα κρούσματα των εμβολιασμένων.
Το ποσοστό των εμβολιασμένων παρόλα αυτά παραμένει τις τελευταίες εβδομάδες στάσιμο, στο 67%. Όπως τονίζει το Ινστιτούτο «Ρόμπερτ Κοχ», ο αριθμός των εμβολιασμών δεν έχει αυξηθεί εδώ και εβδομάδες, με την κατάσταση να χαρακτηρίζεται «ανησυχητική». Όσο το ένα τρίτο του πληθυσμού παραμένει ανεμβολίαστο, τόσο θα αυξάνονται τα κρούσματα, εξηγεί το Ινστιτούτο. Αυτή τη στιγμή 12 εκατομμύρια άτομα ηλικίας 18-59 ετών και 4 εκατομμύρια άτομα ηλικίας άνω των 60 ετών δεν έχουν εμβολιαστεί, ενώ υπάρχουν και 2,6 εκατομμύρια έφηβοι και νέοι 12-17 ετών που δεν έχουν εμβολιαστεί, αλλά και 9,2 εκατομμύρια άτομα 0-12 ετών για τα οποία ούτως ή άλλως δεν υπάρχει ακόμη προσφορά εμβολιασμού.
«Τα παιδιά μπορούν ασφαλώς να μεταδώσουν τον ιό. Ωστόσο η συνέπεια δεν θα πρέπει να είναι ότι πρέπει οπωσδήποτε να εμβολιαστούν, καθώς συνήθως δεν εμφανίζουν συμπτώματα ή μόνο ελαφρά. Είναι πιο σημαντικό να εμβολιαστούν όμως οι ενήλικες και κυρίως οι ηλικιωμένοι, οι οποίοι βρίσκονται σε σοβαρό κίνδυνο να νοσήσουν πολύ βαριά», επισημαίνει ο κ. Κρέμσερ και τονίζει ότι δεν υπάρχει λόγος να επιβληθούν αυστηρότερα μέτρα για όσους εμβολιαστεί ή νοσήσει.
Δε γίνεται να υποφέρουμε όλοι επειδή ένα μέρος του πληθυσμού απορρίπτει τον εμβολιασμό
«Ο υποχρεωτικός εμβολιασμός είναι φυσικά δύσκολος. Αλλά μπορούμε να δούμε από την Αυστρία ότι ο Κανόνας 2G (για πρόσβαση σε χώρους και δραστηριότητες μόνο σε εμβολιασμένους και νοσήσαντες) μπορεί να παρακινήσει πολλούς να εμβολιαστούν ώστε να μπορέσουμε επιτέλους να θέσουμε υπό έλεγχο την πανδημία. Δε γίνεται να υποφέρουμε όλοι επειδή ένα μέρος του πληθυσμού απορρίπτει τον εμβολιασμό», λέει χαρακτηριστικά ο γερμανός λοιμωξιολόγος.
Στο ίδιο πνεύμα, ο Πρόεδρος της Παγκόσμιας Ιατρικής Ένωσης Φρανκ Ούλριχ Μοντγκόμερι έκανε λόγο για «τυραννία των ανεμβολίαστων» και κάλεσε την κυβέρνηση να μην απορρίπτει κατηγορηματικά μια ενδεχόμενη υποχρέωση εμβολιασμού, ενώ παρέπεμψε και αυτός στο παράδειγμα της Αυστρίας, η οποία από χθες, Δευτέρα, εφαρμόζει σε εθνικό επίπεδο τον Κανόνα 2G και διαπιστώνεται ήδη μεγάλη αύξηση του ενδιαφέροντος για εμβολιασμό.
Έχουμε δύο ιούς στη χώρα, τον κορονοϊό και τους αρνητές του εμβολίου
«Έχουμε δύο ιούς στη χώρα, τον κορονοϊό και τους αρνητές του εμβολίου», ανέφερε και ο Πρωθυπουργός της Βαυαρίας Μάρκους Ζέντερ, στο κρατίδιο του οποίου εφαρμόζεται επίσης ο Κανόνας 2G, με την προσθήκη όσων προσκομίζουν αρνητικό μοριακό τεστ. Ο κ. Ζέντερ ζήτησε γενική εφαρμογή ανάλογων κανόνων σε ολόκληρη τη χώρα, αναφέροντας ότι όπου εφαρμόζεται, αυξάνεται και το ποσοστό εμβολιασμού.
Ο Πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Κλάους Ράινχαρτ δήλωσε σχετικά στο Δίκτυο RND ότι «δεν γίνεται διαφορετικά, η πρόσβαση σε εστιατόρια, κινηματογράφους και μουσεία πρέπει να επιτρέπεται μόνο σε εμβολιασμένους και νοσήσαντες», επισημαίνοντας ότι αυτοί οι περιορισμοί οδηγούν περισσότερους στον εμβολιασμό. Ο ίδιος μάλιστα εισηγείται την υποχρέωση διενέργειας διαγνωστικού τεστ ακόμη και για τους εμβολιασμένους, όταν πρόκειται για δραστηριότητα υψηλού ρίσκου, όπως η επίσκεψη σε ένα κλαμπ.
Πηγή: ΑΠΕ- ΜΠΕ