Από την έντυπη έκδοση
Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
ΑΠΕ-ΜΠΕ
Σίγουρα η ύπαρξη και λειτουργία του περίφημου Ταμείου Ανάκαμψης είναι μια εξαιρετική ευκαιρία για να βρει βηματισμό ανάπτυξης η ελληνική οικονομία και να πραγματοποιηθούν στη χώρα κάποιοι παραγωγικοί μετασχηματισμοί που έτσι κι αλλιώς θα έπρεπε να είχαν γίνει προ πολλών ετών. Παρ’ όλα αυτά, η απορρόφηση των πόρων του νέου Ταμείου κάθε άλλο παρά εύκολη υπόθεση είναι και όσοι ετοιμάζονται για πάρτι, σαν αυτά του παρελθόντος, πολύ φοβούμεθα πως θα απογοητευθούν.
Από την άλλη πλευρά θα πρέπει να δει κανείς τι θα γίνει και με το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίον δεν δείχνει να διάκειται ευμενώς έναντι του Ταμείου. Και αν το μπλοκάρει, η κατάσταση θα πάρει μη αναμενόμενη τροπή. Εξάλλου ούτε η πολιτική Γερμανία είναι θερμή απέναντι σε θεσμικά όργανα που προάγουν την οικονομική Ε.Ε., παρακάμπτοντας την καταταλαιπωρημένη νομισματική Ευρώπη. Υπό αυτές τις συνθήκες, η όλη κατάσταση, λίαν επιεικώς, δεν δικαιολογεί μεγάλη αισιοδοξία. Και από την άποψη αυτή, οι τελευταίες απαισιόδοξες δηλώσεις του κυρίου Π. Τόμσεν, πρώην εκπροσώπου του ΔΝΤ στην Ευρώπη, καλόν είναι να ληφθούν υπόψη από την κυβέρνησή μας, παρά τον τεχνοκρατικό τους χαρακτήρα.
Κατά τα λοιπά, το πιο σοβαρό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας παραμένει η παραγωγική της εσωστρέφεια, σε συνδυασμό με έναν παραδοσιακό υπερεπαγγελματισμό. Έπεται όμως ένα ακόμα πρόβλημα, που είναι η ισχυρή εξάρτηση της οικονομίας μας από την κατανάλωση. Δεν εκπλήσσει έτσι το γεγονός ότι η Ελλάδα, με 80 επιχειρήσεις ανά 1.000 κατοίκους, κατέχει την πρώτη θέση στην Ευρώπη από πλευράς αυτοαπασχόλησης. Από μόνο του το γεγονός αυτό είναι ενδεικτικό της βαθιάς κρίσης απασχόλησης που η πανδημία Covid-19 προκαλεί στην ελληνική κοινωνία και οικονομία, που καλούνται επίσης να καταβάλουν και το κόστος της τουριστικής ύφεσης.
Το πρόβλημα συνολικά είναι τεράστιο και γίνεται βαρύτερο στην αντιμετώπισή του αν βάλουμε στη ζυγαριά και το συνολικό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος που ξεπερνά τα 600 δισ. ευρώ. Είναι δηλαδή σχεδόν τέσσερις φορές υψηλότερο από το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ).
Υπό αυτές τις συνθήκες και με δεδομένες τις οικονομικές δομές της χώρας, το πολύ σοβαρό πρόβλημά της είναι το ιδιωτικό χρέος. Όσο και αν υποβαθμίζεται η σημασία του για ποικίλους λόγους, που θυμίζουν στρουθοκαμηλική συμπεριφορά. Το ύψος του χρέους συνιστά πραγματική βόμβα. Αμέτρητα νοικοκυριά, πάμπολλες μικρομεσαίες επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες οφείλουν προς εφορίες, τράπεζες, ΔΕΚΟ και ασφαλιστικά ταμεία 235 δισ. ευρώ, τα οποία έως το τέλος του 2021 ίσως να έχουν ξεπεράσει τα 300 δισ. Έχουμε να κάνουμε έτσι με οφειλές 30.000 ευρώ κατά κεφαλήν, ποσόν που δεν απέχει πολύ από το να είναι διπλάσιο του αντίστοιχου κατά κεφαλήν ετησίου εισοδήματος (18.000 ευρώ). Αυτό σημαίνει ότι η προοπτική ανάκαμψης και μελλοντικής ανάπτυξης της οικονομίας μέσω της τόνωσης της κατανάλωσης είναι εκ των πραγμάτων προβληματική και το φαινόμενο θα επιδεινωθεί από μια γενικότερη κάμψη της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας λόγω της πανδημίας και των αβεβαιοτήτων που αυτή γεννά.
Με βάση λοιπόν αυτά που προηγούνται, οι Ευρωπαίοι δανειστές της χώρας ανησυχούν σοβαρά για τη βόμβα του ιδιωτικού χρέους και εκφράζουν τη αντίθεσή τους σε πιθανές διαγραφές και γενναίες ρυθμίσεις, γιατί έτσι, λένε, «χαλάει η κουλτούρα των πληρωμών». Δεν μας λένε όμως τι μπορεί να γίνει όταν μια ολόκληρη κοινωνία βρίσκεται σε κατάσταση ασφυξίας και χωρίς ιδιαίτερα υψηλές παραγωγικές δυνατότητες. Είναι αξιοσημείωτο όμως και το γεγονός ότι παρεμφερείς καταστάσεις με την αντίστοιχη ελληνική βιώνουν ήδη, σε μικρότερο βέβαια βαθμό, και χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία, ενώ προφανώς στο «κλαμπ» μπαίνει οσονούπω και η Γαλλία. Έχουμε να κάνουμε δηλαδή με 195 εκατομμύρια Ευρωπαίους, οι οποίοι έχουν συνολικό χρέος 4,3 τρισεκατομμύρια ευρώ, ήτοι 22.000 ευρώ ο καθένας.
Είναι συνεπώς σημαντικό να δει κανείς από την άποψη αυτή τι θα πράξει ο κ. Μάριο Ντράγκι ως Ιταλός πρωθυπουργός, ο οποίος με την παλαιά ιδιότητα του ισχυρού Ευρωπαίου Κεντρικού Τραπεζίτη είχε ταχθεί υπέρ των ρυθμίσεων του συνολικού ιδιωτικού χρέους στην Ευρωζώνη. Όσο για την περίφημη «κουλτούρα των πληρωμών» που επικαλούνται κατά κανόνα γερμανικής και σκανδιναβικής αντίληψης οικονομολόγοι, δεν μας λένε ποια είναι η γνώμη τους για τον «πολιτισμό της κατανάλωσης», που το ίνδαλμά τους, ο Τζον Μέιναρντ Κέινς καλλιέργησε. Ξεχνούν άραγε ότι αυτός ο όντως έγκριτος και χιουμορίστας οικονομολόγος είχε δηλώσει ότι η οικονομική δραστηριότητα μπορεί να έγκειται «στο να ανοίγει κανείς τρύπες το πρωί και να τις βουλώνει το βράδυ»;
Το θέμα είναι ότι η δραστηριότητα αυτή ναι μεν δημιουργεί χαμηλής αξίας απασχόλησης, αλλά δεν σβήνει χρέη. Και αυτό είναι το σημερινό πρόβλημα του ιδιωτικού χρέους σε Ευρωζώνη και Ελλάδα.