Η έκδοση «Αθήνα/Athen – Ένα Φωτογραφικό Λεύκωμα για την Αθήνα του ’60» με έργα της φωτογράφου Κατερίνας Ζωιτοπούλου - Μαυροκεφαλίδου είναι ένα ταξίδι στο παρελθόν, μέσα από το σεργιάνι σε αθηναϊκούς δρόμους περασμένων ετών.
Δεκαετία του ’60. Στιγμές ζωής μίας ασπρόμαυρης Αθήνας και μια ολόκληρη εποχή σε «στοπ καρέ». Ένα βιβλίο ντοκιμαντέρ για την πόλη, τους ανθρώπους της και την καθημερινότητά τους. Τότε που ο χρόνος κυλούσε κάπως πιο αργά κι έτρεχε μόνο σε «κουρδισμένα» ρολόγια.
Ακρόπολη, Ιερός Βράχος, Πλάκα, Μοναστηράκι, Σύνταγμα, Βαρβάκειος, πλατεία Ταχυδρομείου, Ομόνοια και Ζάππειο.
Αυτόν δεν τον θέλω. Αδιαφορεί για την παρουσία μου. Ο πάγκος του όμως είναι υπέροχος..
Κόσμος στο πήγαιν’ έλα. «Εδώ το φρέσκο ψάρι να τρώει η μάνα και στο παιδί να μη δίνει», ηλικιωμένο φλερτάκι στους εύζωνες, λαθραίο ανάγνωσμα εφημερίδας στο περίπτερο, φτώχια στο πεζοδρόμιο και ένα κομμάτι πάγος κατευθείαν για το ψυγείο. Χαμόσπιτα, σκόνη, ζέστη και χώμα στον δρόμο. Το φόρεμα «λίγο πιο κάτω από το γόνατο» και η ιδρωμένη περιέργεια για τον φακό μόνιμη από τότε. Βόλτες, καλοκαιρινό ραχάτι και η συνηθισμένη σαμπρέλα/παιχνίδι συντροφιά των πιτσιρικιών.
Μιλώντας μας για τη δημιουργία του λευκώματος, η Κατερίνα Ζωιτοπούλου αναφέρει:
Ο Τεό Σαγκαπό στην Αθήνα. Κρίμα, τον έχασα. Δεν πειράζει. Μου μένουν οι δίσκοι της Εντίθ Πιαφ.
«Πολύ νέα πήγα στο Δυτικό, τότε, Βερολίνο για σπουδές στο Πολυτεχνείο και αργότερα στη Σχολή Φωτογραφίας και Κινηματογράφου. Μετά την αποφοίτησή μου, εργάστηκα πολύ λίγο σαν φωτογράφος πλατό, οι δυσκολίες όμως ήταν αξεπέραστες. Έτσι άρχισα να εργάζομαι σαν μοντέρ, αφήνοντας τη μεγάλη μου αγάπη, τη φωτογραφία, στον καλλιτεχνικό ερασιτεχνισμό -παίρνοντας μέρος σε διεθνείς εκθέσεις και φωτογραφίζοντας ό,τι μου κινούσε το ενδιαφέρον.
Ναι ρε φίλε. Εχουμε τα πάντα. Όμως μην κοιτάζεις, αν δε θέλεις να ψωνίσεις ( έχει δίκιο).
Το 1966, μετά από δέκα χρόνια στο Βερολίνο, ήρθα διακοπές στην Αθήνα για μερικές μέρες. Η πόλη που αντίκρισα τότε με γοήτευσε με έναν παράξενο τρόπο: ήταν αλλαγμένη, ξένη αλλά ταυτόχρονα και πολύ γνώριμη. Με τον φακό μου προσπάθησα να αιχμαλωτίσω αυτό το περίεργο συναίσθημα. Άρχισα να πηγαίνω στα γνωστά, νεανικά μου στέκια, όμως δεν αναγνώριζα σχεδόν τίποτα. Οι μπουλντόζες της αντιπαροχής είχαν αλλάξει τη μορφή της πόλης. Αισθανόμουν σαν μια ξένη που ψάχνει να βρει τον τόπο της, όσο κι αν αυτό ακούγεται παράξενο. Όμως όλα δεν είχαν αλλάξει: ακόμα έπαιζαν τα παιδιά με το τσέρκι στα δρομάκια της Πλάκας, τα ερωτευμένα ζευγαράκια ανηφόριζαν στον Λυκαβηττό ή στον λόφο του Στρέφη, η Βαρβάκειος ήταν πάντα γεμάτη κόσμο και στην πλατεία Αβησσυνίας, στο Γιουσουρούμ, μπορούσες να βρεις ό,τι ποθούσε η ψυχή σου! Όμως και τα πρόσωπα δεν είχαν αλλάξει: πρόσωπα ζωντανά, εκφραστικά, γεμάτα συναίσθημα, εντελώς διαφορετικά από τα ανέκφραστα πρόσωπα των Βερολινέζων.
Το πρόσωπο της μάνας ανήσυχο. Σκέφτεται το μέλλον. Καλημέρα ζωή. Καλημέρα σε όλους.
Η φωτογραφία δουλεύει με το στιγμιότυπο και την επικαιρότητα. Μπορεί, όμως, να φωτίσει μια εποχή και να δώσει με την αποτύπωση του επίκαιρου στοιχεία του παρελθόντος που χάνεται. Νομίζω πως οι φωτογραφίες μου προσφέρουν στον θεατή μια νοσταλγική, αλλά φευγαλέα μνήμη μιας πόλης που επρόκειτο να μετασχηματιστεί ραγδαία.
Η ώρα περνά και η αγορά με καλεί. Μια αγορά που ζει ακόμα στην Εποχή των Παγετώνων.
Κάθε πόλη έχει τους φωτογράφους της που ανακαλύπτουν αισθητικούς και αισθηματικούς κόσμους, πολυδιάστατους κόσμους, που λειτουργούν, όμως, και σαν ντοκουμέντα. Ντοκουμέντα με ψυχή της Αθήνας της δεκαετίας του ’60, με τους καθημερινούς ανθρώπους και τα αστικά τοπία, τους τουρίστες στην Ακρόπολη και τα στενοσόκακα της Πλάκας απόκτησαν με τον φακό μου μια δεύτερη ζωή, απαθανατίζοντας μια πόλη που χάθηκε…».
Χωρίς να το υποψιάζεται η πολύ νέα, τότε, φωτογράφος έχει καταφέρει να αποτυπώσει το πρόσωπο και την ταυτότητα μιας πόλης που κάθε μέρα αλλάζει. Μία συλλογή πολύτιμη που, τελικά, αποφάσισε να κάνει γνωστή με αυτό το ιδιαίτερο λεύκωμα.
Κοιμήσου παιδί. Η πόλη σε κρατά στην αγκαλιά της. Ονειρέψου το μέλλον. Ετσι κι αλλιώς δεν μπορούμε να το αποφύγουμε.
Όλες οι φωτογραφίες συνοδεύονται από λεζάντες του Νίκου Δεληβοριά. Ο ίδιος γράφει στον πρόλογο του άλμπουμ: «Σίγουρα τα πρόσωπα των σημερινών Αθηναίων δε μοιάζουν με εκείνα που βλέπουμε στις φωτογραφίες της Κατερίνας. Το κέντρο δεν είναι κατοικημένο όπως τότε. Και η πόλη σήμερα έχει άλλη όψη. Ο κόσμος δεν κατεβαίνει πια από τις γειτονιές στην αγορά για να ψωνίσει. Κι όμως, όποια ώρα και να περάσεις από την οδό Αθηνάς, θα την βρεις γεμάτη. Το ίδιο και από την Αιόλου και από το Μοναστηράκι. Κι οι τουρίστες θα κατεβαίνουν πάντα από την Ακρόπολη, θα διασχίζουν την Πλάκα και θα καταλήγουν στα ίδια μέρη απ’ όπου πέρασε η φωτογράφος το μακρινό ’66».
Σήμερα, κάποιες από τις φωτογραφίες βρίσκονται στο Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης.
To λεύκωμα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Xρήστος Μαρίνης -εκδ. Παρασκήνιο και είναι διαθέσιμο κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας με τον εκδότη.
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]