Από την έντυπη έκδοση
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
ΑΠΕ-ΜΠΕ
Ο Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλος
Το ερώτημα είναι: Πέτυχε τελικά αυτό που επεδίωκε η Τουρκία τις τελευταίες εβδομάδες; Η απάντηση είναι θετική για την τουρκική πλευρά. Η καταπόνηση του αντιπάλου είχε αποτελέσματα και από αυτά τα τελευταία, οι επιτελείς της γειτονικής μας χώρας αποκομίζουν τα απαραίτητα γι’ αυτούς συμπεράσματα. Το ίδιο όμως ισχύει και για την Αθήνα, η οποία θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτική από επικοινωνιακής πλευράς. Σπεύδουμε να υπογραμμίσουμε ότι η διεθνής εικόνα της Ελλάδας δεν είναι αυτή που η κυβέρνηση και αρκετά μέσα μαζικής επικοινωνίας παρουσιάζουν στο εσωτερικό.
Κατά συνέπεια, λίγη συγκράτηση δεν βλάπτει. Διότι, στην ουσία, τα δύσκολα τώρα αρχίζουν για την κυβέρνηση και τους εκπροσώπους της σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής. Εάν υποθέσουμε ότι δεν θα υπάρξει νέα κρίση σε στρατιωτικό επίπεδο, η όλη κατάσταση εισέρχεται σε νέα φάση, διόλου εύκολη για την Ελλάδα. Οι «ήπιες» διπλωματικές διαβουλεύσεις, εάν τελικά οδηγηθούν σε ουσιαστικές διαπραγματεύσεις, θα έχουν ως στόχο συμφωνία με την οποία θα εξασφαλίζεται στην Τουρκία δικαίωμα εκμεταλλεύσεως ενεργειακών κοιτασμάτων στο Αιγαίο, διά της μειώσεως της επήρειας του Καστελόριζου και άλλων νήσων.
Θα ήταν εξαιρετικά οδυνηρό για όποια ελληνική κυβέρνηση να αναλάβει το πολιτικό κόστος μιας ρυθμίσεως της μορφής αυτής. Γι’ αυτό και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης προτείνει παραπομπή της διαφοράς στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης σε περίπτωση που δεν επέλθει συμφωνία σε διμερές επίπεδο.
Ως προς το θέμα αυτό ο κ. Μητσοτάκης δεν καινοτομεί, καθώς όλες οι κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης προκρίνουν την τελική παραπομπή της διαφοράς στη Χάγη. Διότι διά του τρόπου αυτού η αναίρεση παγίων θέσεων της Ελλάδος θα μπορούσε να γίνει με απόφαση Διεθνούς Δικαστηρίου, και η χώρα μας να την αποδεχθεί, σεβόμενη τη διεθνή έννομη τάξη.
Αποδοχή πλαισίου διαπραγμάτευσης το οποίο προσδιόρισε ο κ. Μητσοτάκης δεν πρόκειται να υπάρξει από την Τουρκία, που στην περίπτωση προσφυγής στη Χάγη θα επιμείνει να περιληφθεί τουλάχιστον η αποστρατιωτικοποίηση των νήσων που βρίσκονται στο Ανατολικό Αιγαίο.
Την εξέλιξη αυτή τη διαπιστώνει κανείς στις δηλώσεις που με αρκετή ένταση κάνουν Τούρκοι επίσημοι, αλλά και σε ευρύτερες παρασκηνιακές συζητήσεις. Είναι επίσης φανερό ότι στην παρούσα φάση, η κρίση της πανδημίας, η καραντίνα του επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου κ. Μισέλ και βέβαια η αναβολή της Συνόδου Κορυφής προσφέρουν στη γερμανική προεδρία της Ε.Ε. και ειδικότερα στην καγκελάριο Α. Μέρκελ, τη δυνατότητα επαναπροσδιορισμού των ευρω-τουρκικών σχέσεων. Αυτό σημαίνει ότι η γερμανική προεδρία μπορεί να απομακρύνει την επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία και να μετριάσει αισθητά την ένταση στις γαλλο-τουρκικές σχέσεις, πράγμα που ήδη είναι ορατό και εύγλωττο.
Στο όλο πλέγμα, όμως, υπάρχει το θέμα της Κύπρου. Μπορεί η τουρκική δραστηριότητα να διεκόπη στην περιοχή της Δωδεκανήσου, όμως οι έκνομες ενέργειες της Άγκυρας, χωρίς καμιά παύση, συνεχίζονται στην Κύπρο. Παράλληλα, δε, εξακολουθεί να υπάρχει η παράνομη 45χρονη κατοχή του 38% της κυπριακής επικράτειας, που σήμερα είναι και επικράτεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι αποφασισμένη η Ευρωπαϊκή Ένωση να εγείρει το θέμα αυτό; Έχει την πρόθεση ο Τούρκος πρόεδρος να το εντάξει στην ατζέντα των σχέσεών του με την Ε.Ε.; Είναι αποφασισμένη η Γαλλία του Εμανουέλ Μακρόν να στηρίζει την Κύπρο στην παρούσα δύσκολη φάση; Στην αναβληθείσα Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε., η οποία θα πραγματοποιηθεί αρχές Οκτωβρίου, έχει μεγάλο ενδιαφέρον να δει κανείς ποια θα είναι η στάση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η τελευταία, τη στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτές, εξακολουθεί να μπλοκάρει την απόφαση ευρωπαϊκών κυρώσεων στη Λευκορωσία, συνδέοντάς τες με την ανάγκη να δραστηριοποιηθεί η Ε.Ε. στην Ανατολική Μεσόγειο.
Από την πλευρά της, η Άγκυρα δεν διευκολύνει καθόλου την κατάσταση, καθώς ήδη τις τελευταίες ημέρες ανανεώθηκαν μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου οι γεωτρήσεις του πλωτού γεωτρύπανου «Γιαβούζ» και οι έρευνες του «Μπαρμπαρός» εντός της κυπριακής υφαλοκρηπίδας. Παράλληλα, η Άγκυρα εξακολουθεί να ασκεί πιέσεις και με αφορμή το Κυπριακό, απειλώντας ακόμα και με διχοτόμηση. Η Άγκυρα, βέβαια, επιμένει στη σκληρή ατζέντα στο Κυπριακό, με απειλές για διχοτόμηση, προσάρτηση Αμμοχώστου κ.ά., και για να στηρίξει τον εκλεκτό της για τις επικείμενες αποκαλούμενες «προεδρικές εκλογές» στα Κατεχόμενα, όπου ο νυν Τουρκοκύπριος ηγέτης Μουσταφά Ακιντζί εμφανίζεται να είναι δεύτερος στις δημοσκοπήσεις που πραγματοποιούνται.
Υπό τις πιο πάνω συνθήκες, αναμένεται με ενδιαφέρον εάν ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης διευκολύνει τη «συνεννόηση» που δρομολογεί το Βερολίνο, με τη «συνεργασία» -μάλλον προσχηματική- των Αθηνών και της Άγκυρας. Ο κίνδυνος συγκρούσεως δεν εξέλιπε. Οι διαπραγματεύσεις εάν αρχίσουν, δεν μπορεί να διαρκέσουν επ’ άπειρον. Εάν η πρόθεση της Τουρκίας είναι να ενεργήσει στρατιωτικώς σε κάποια φάση -όπως πιστεύουν ορισμένοι-, δεν θα αναμείνει την αγορά και ένταξη των γαλλικών μαχητικών στην Πολεμική μας Αεροπορία. Αντιληπτά όλα;