Από την έντυπη έκδοση
Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Είναι ενδιαφέρον να σημειώσει κανείς πόσο οι πρώτες εξειδικεύσεις που διακινούνται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή προκειμένου να οργανώσουν τα κράτη-μέλη την υποβολή των Εθνικών Σχεδίων Ανάκαμψης (και Ανθεκτικότητας), εν όψει του ξεκλειδώματος των πόρων του Next Generation EU, βρίσκονται σε παραλληλία με τις προτάσεις της Ενδιάμεσης Έκθεσης Πισσαρίδη.
Ήδη οι δύο πρώτες από αυτές τις κατευθύνσεις ήταν γνωστές, δεδομένες, συζητημένες ως προτεραιότητες της Ε.Ε. εδώ και καιρό. Αναφερόμαστε στην ψηφιακή μετάβαση, και μάλιστα με έμφαση σε μέτωπα που γνωρίζουμε παρ’ ημίν ως απαρχή επιτυχίας («φαινόμενο Πιερρακάκη»), αλλά και ως επείγουσα ανάγκη βελτίωσης: ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης και βασικών δημοσίων υπηρεσιών από τη μια πλευρά, βελτίωση της υποδομής (οπτικές ίνες 5G) και παράλληλη προώθηση ψηφιακών δεξιοτήτων. Η έμφαση στην ανάπτυξη προηγμένων ψηφιακών τεχνολογιών αντιστοιχεί ήδη στην πρωτοβουλία του υπουργείου Ψηφιακής Πολιτικής για διοχέτευση μέρους των εσόδων από τη δημοπρασία του δικτύου 5G για την ανάπτυξη (μέσω του ταμείου «Φαιστός») νέων, προωθημένων εφαρμογών, ή πάλι τη διάθεση ορισμένων συχνοτήτων απευθείας για έρευνα και ανάπτυξη, παράλληλα με απογραφειοκρατικοποίηση των ερευνητικών κέντρων. Αντίστοιχα, αν και με αρκετά πιο δύσκολη αντιστοίχιση στις ελληνικές διαδικασίες, η εικόνα σε ό,τι αφορά την πράσινη μετάβαση.
Εδώ, η αλήθεια είναι ότι η έμφαση της Επιτροπής στη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης τόσο των δημοσίων κτηρίων όσο και του αποθέματος κατοικιών βρίσκει άμεση «απάντηση» στις πρωτοβουλίες Χατζηδάκη (το «Εξοικονομώ» για κατοικίες σε υψηλή πτήση, συν προώθηση ενεργειακής αναβάθμισης σχολείων και νοσοκομείων). Από εκεί και πέρα όμως, η υποστήριξη στις ΑΠΕ, ή η βελτίωση της φιλικότητας προς το περιβάλλον των μεταφορών βρίσκεται αντιμέτωπη με γνώριμες ελληνικές δυσκαμψίες. Όμοια ισχύουν για την οδύσσεια της διαχείρισης αποβλήτων, με το φάσμα των χωματερών παρόν ανά την Ελλάδα ή/και με τη διστακτικότητα των βιολογικών καθαρισμών. Να δούμε πώς θα χωρέσει η απολιγνιτοποίηση στην επενδυτική πράξη…
Άμα όμως προχωρήσει κανείς πιο πέρα την ψηφιακή επιτάχυνση και το «πρασίνισμα», προσγειώνεται -άμα συνεχίσει να συγκρίνει Πισσαρίδη και Ευρωπαϊκή Επιτροπή- σε πιο πονεμένο έδαφος. Παράδειγμα, τα δημοσιονομικά/φορολογικά, όπου ναι μεν δίνεται έμφαση στη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας (βασική διακηρυγμένη προτεραιότητα Πισσαρίδη), όμως με τη διευκρίνιση από πλευράς Βρυξελλών ότι θα πρέπει να τηρηθεί δημοσιονομική ουδετερότητα. Αυτό το τελευταίο παραπέμπει ήδη στις παραινέσεις Κλάους Ρέγκλινγκ, αλλά και στην άμεση προοπτική των συστάσεων της Ενισχυμένης Παρακολούθησης/Εποπτείας. Όταν επαινούνται τα μέτρα που ήδη λαμβάνονται με το ένδυμα καταπολέμησης της κάμψης της οικονομίας λόγω Covid-19 ως στοχευμένα και -κυρίως- ως πρόσκαιρα, δίνεται ένα ισχυρό μήνυμα συγκράτησης. Η επιστολή που έλαβε ο ΥΠΟΙΚ Χρ. Σταϊκούρας (όχι μόνον αυτός, αλλά αυτός μας ενδιαφέρει άμεσα) με άλλους ομολόγους του για το πώς θα διαμορφωθεί η δημοσιονομική πειθαρχία μέσα στο 2021 αποτελεί ήδη καμπανάκι. Κατά τα άλλα, τα περί καταπολέμησης φοροδιαφυγής, φοροαποφυγής, ή και βελτίωσης της φορολογικής διοίκησης, κρούουν ανοικτές θύρες. Μένει το... πώς!
Στενά συνδέεται με αυτό το πεδίο η προσέγγιση των εργασιακών, όπου το βαθύ τράνταγμα που έφερε ο Covid-19, οι έκτακτες διαδικασίες τηλεργασίας και μορφών απασχόλησης τύπου εκ περιτροπής ή ελαστικού ωραρίου που παλιότερα θα χαρακτηρίζαμε ατυπικές (δηλαδή μη-κατοχυρωμένες) κινδυνεύει να γίνει μόνιμο καθεστώς. Εδώ, αξίζει να σημειωθεί πώς μια Κοινωνική Ευρώπη, που παλιά είχε συνδεθεί στενά με τη ρύθμιση του εργασιακού περιβάλλοντος, τώρα βολεύεται με ένα νέφος σχετικής αβεβαιότητας.
Παρόμοιο το κλίμα στις άλλες δύο μεγάλες, παγίως επανερχόμενες εκκλήσεις: βελτίωση της Δημόσιας Διοίκησης και βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Εδώ, η συμφωνία είναι ευρύτατη -σχεδόν συγκινητική- αλλά από τη μείωση των κινδύνων κακοδιαχείρισης ή/και διαφθοράς μέχρι την αύξηση της αποτελεσματικότητας της Δικαιοσύνης, από την αναβάθμιση των ψηφιακών δεξιοτήτων των στελεχών της Διοίκησης μέχρι την προώθηση της αντιμετώπισης του ιδιωτικού χρέους, το ζητούμενο εδώ και 10 (αν όχι 25 ή 35) χρόνια είναι το πώς μπορεί να προωθηθούν - πέραν των εκκλήσεων. Αυτός είναι ο κατεξοχήν χώρος των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, που άλλωστε και το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο υπόσχεται/απειλεί να δίνει μόνιμες υποδείξεις. Ο χώρος αυτός, πάλι, έχει πολύν δρόμο για να συγκεκριμενοποιηθεί. Και τούτο ενώ το παράθυρο ισχύος και χρηματοδοτικής στήριξης του Ταμείου Ανάκαμψης/του Next Generation EU είναι μια ρηχή 3ετία.
Όσο για τις αναφορές σε τομεακές/κλαδικές πολιτικές -ή, έστω, παρεμβάσεις- που θα περίμενε κανείς ότι θα είχαμε σημαντική επαναφορά λόγω της συνειδητοποίησης σε επίπεδο Βρυξελλών του τι αποδιάρθρωση θα μπορούσαν να φέρουν οι διαφορετικές προτεραιότητες (και χρηματοδοτικές δυνατότητες!…) σε εθνικό επίπεδο, συνεχίζεται ένοχη διακριτικότητα.
Αυτά από αντιστοίχιση. Τώρα, τι θα αποδώσει, άλλη ιστορία…