Ο Γάλλο-Βρετανός ηθοποιός Μάικλ Λόνσντεϊλ, ο «κακός» Χιούγκο Ντραξ στην ταινία «Τζέιμς Μποντ: Επιχείρηση Μούνρεϊκερ», έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 89 ετών, στο Παρίσι.
Με περισσότερους από 200 ρόλους σε μία πλούσια καριέρα έξι δεκαετιών και συνεργασίες με μεγάλους σκηνοθέτες, όπως ο Φρανσουά Τριφό και ο Αλέν Ρενέ, o Μάικλ Λόνσντεϊλ, γνωστός επίσης από την ταινία «Το Όνομα του Ρόδου» του Ζαν - Ζακ Ανό, είχε τιμηθεί με το Βραβείο Σεζάρ.
Οι παραγωγοί του Τζέιμς Μποντ, Μπάρμπαρα Μπρόκολι και Μάικλ Γουίλσον δήλωσαν: «Ήταν ένας εξαιρετικά ταλαντούχος ηθοποιός και ένας πολύ αγαπητός φίλος. Οι σκέψεις μας αυτή τη θλιβερή στιγμή είναι με την οικογένεια και τους φίλους του».
Γεννήθηκε το 1931. Ο πατέρας του ήταν Βρετανός στρατιωτικός και η μητέρα του Γάλλο-Ιρλανδή. Τα χρόνια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου τα πέρασε με την οικογένεια του στο υπό γαλλική κατοχή Μαρόκο. Το 1947 μετακόμισαν στο Παρίσι. Παρά το γεγονός ότι ήθελε να γίνει ζωγράφος, ξεκίνησε σπουδές υποκριτικής και άρχισε να παίζει τη δεκαετία του 1950.
Το γεγονός ότι ήταν δίγλωσσος -μιλούσε εξίσου καλά αγγλικά και γαλλικά- του επέτρεψε να παίζει σε αγγλικές και γαλλικές ταινίες. Στα πρώτα του βήματα συνεργάστηκε με τον Όρσον Γουέλς στην κινηματογραφική μεταφορά της «Δίκης» (1962) του Κάφκα, έναν χρόνο αργότερα με τον Ρενέ Κλεμάν στην ταινία «Καίγεται το Παρίσι» και το 1968 έπαιξε σε δύο ταινίες του Τριφό.
Γνωστός επίσης, από τον ρόλο του στην κατασκοπική ταινία «Η Μέρα του Τσακαλιού» -που του χάρισε υποψηφιότητα BAFTA το 1973- άφησε εποχή ως ο «κακός« Χιούγκο Ντραξ στην ταινία «Τζέιμς Μποντ: Επιχείρηση Μούνρεϊκερ» με τον Ρότζερ Μουρ.
Υπήρξε ένας ευσεβής Καθολικός (βαπτίστηκε σε ηλικία 22 χρονών) και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι είχε ενσαρκώσει χαρακτήρες όπως ο ηγούμενος της μονής στην ταινία «Το Όνομα του Ρόδου» του Ουμπέρτο Έκο, με τον Σον Κόνερι.