Το εναρκτήριο λάκτισμα σε μία παγκόσμια πρωτοβουλία για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού θα δώσουν σήμερα ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν και η Γερμανίδα καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ. Η κοινή προσπάθεια θα επικεντρωθεί στις διαγνωστικές εξετάσεις, την ανάπτυξη του εμβολίου και τη θεραπεία της νόσου που προκαλεί ο νέος κορωνοϊός. Τα αποτελέσματα θα είναι διαθέσιμα σε όλο τον κόσμο, ανακοίνωσε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας.
Η «συνεργασία-ορόσημο», όπως την ονόμασε ο ΠΟΥ, θα ανακοινωθεί σήμερα, με γνώμονα τη γρήγορη ανάπτυξη αποτελεσματικών εργαλείων για την πρόληψη, τη διάγνωση και τη θεραπεία της νόσου. Στην ανακοίνωση της πρωτοβουλίας το μεσημέρι, η οποία θα πραγματοποιηθεί από τον επικεφαλής του ΠΟΥ Τέντρος Αντανόμ Γκεμπρεγέσους θα συμμετάσχει η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Ντομινίκ Ράαμπ, ο οποίος αντικαθιστά τον Βρετανό πρωθυπουργό Μπόρις Τζόνσον όσον αναρρώνει από τη νόσο Covid-19 και ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες.
«Σήμερα θα δοθεί ένα είδος πολιτικής δέσμευσης από όλους αυτούς τους εταίρους ότι όταν έχουμε όλα αυτά τα νέα εργαλεία κανείς δεν μένει πίσω, ότι όσοι έχουν τη δυνατότητα να αγοράσουν εμβόλια ή θεραπείες θα το κάνουν και θα τα θέσουν στη διάθεση των πληθυσμών τους», υπογράμμισε η εκπρόσωπος του ΠΟΥ Φαντέλα Τσαΐμπ. «Είναι πολύ σημαντικό να διασφαλιστεί η δίκαιη πρόσβαση σε ποιοτικά, αποτελεσματικά, νέα εργαλεία για τον Covid-19», πρόσθεσε.
Περισσότεροι από 2,7 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν προσβληθεί από τον νέο κορωνοϊό, ο οποίος έχει στοιχίσει σχεδόν 190.000 ζωές από τότε που εμφανίστηκε στη Βουχάν, στην κεντρική Κίνα, στα τέλη του περασμένου έτους.
Ήδη αναπτύσσονται περισσότερα από 100 πιθανά εμβόλια, εκ των οποίων τα έξι βρίσκονται στο στάδιο των κλινικών δοκιμών, δήλωσε επίσης ο δρ Σεθ Μπέρκλεϊ, διευθύνων σύμβουλος της Παγκόσμιας Συμμαχίας για τα Εμβόλια και την Ανοσοποίηση (GAVI), η οποία ηγείται μίας εκστρατείας ανοσοποίησης σε φτωχές χώρες.
«Δεν είναι δυνατόν να επαναληφθεί αυτό που συνέβη το 2009, με το εμβόλιο για τον H1N1, όταν δεν μπορούσαν να εφοδιαστούν οι αναπτυσσόμενες χώρες ή όταν έφτασε το εμβόλιο, ήταν πολύ αργότερα συγκριτικά με άλλες χώρες», πρόσθεσε.
Σύμφωνα με τον Μπέρκλεϊ, ένα μείζον θέμα ερώτημα που εξετάζεται επίσης είναι πώς θα λειτουργήσει το εμβόλιο στις πιο ευπαθείς ομάδες, τους ηλικιωμένους με το ασθενέστερο ανοσκοποιητικό σύστημα, εάν θα αρκεί μία δόση κ.λπ.
naftemporiki.gr με πληροφορίες από Reuters