Από την έντυπη έκδοση
Του Νίκου Μπέλλου
[email protected]
Αντιμέτωπες με τη μεγαλύτερη σε σφοδρότητα ύφεση από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις φαίνονται αποφασισμένες να ανταποκριθούν στην τεράστια πρόκληση, ενεργώντας άμεσα, συντονισμένα και χωρίς όρια.
Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 ήταν πολύ σοβαρή και οι επιπτώσεις στην οικονομία μεγάλες, ωστόσο οι πρώτες εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις του κορονοϊού συγκλίνουν στο ότι η σημερινή κρίση θα είναι σφοδρότερη, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, γιατί δεν γνωρίζουμε τη διάρκεια της ασθένειας.
Παρά το γεγονός ότι τα πράγματα σήμερα φαίνονται εκ πρώτης όψεως χειρότερα, ορισμένες αντικειμενικές διαπιστώσεις και συγκρίσεις μεταξύ της κρίσης του 2008 και της σημερινής δημιουργούν μια συγκρατημένη αισιοδοξία προς την κατεύθυνση ότι η Ευρωζώνη μπορεί να ξεπεράσει το πρωτοφανές αυτό σοκ.
Καταρχήν σε ό,τι αφορά την πολιτική βούληση των κυβερνήσεων και των θεσμικών οργάνων να κάνουν τα πάντα τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό πλαίσιο θα πρέπει να θεωρηθεί δεδομένη και αυτό είναι η πιο αισιόδοξη διαπίστωση. Τις τελευταίες δύο βδομάδες σε εθνικό επίπεδο λήφθηκαν πρωτοφανή σε μέγεθος μέτρα στήριξης της οικονομίας, δεδομένου ότι οι κυβερνήσεις έθεσαν ως πρώτη προτεραιότητα να κρατήσουν όρθια την πραγματική οικονομία, στηρίζοντας επιχειρήσεις και εργαζόμενους και αφήνοντας στην άκρη τη δημοσιονομική κατάσταση.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο ανέστειλαν με συνοπτικές διαδικασίες το Σύμφωνο Σταθερότητας, ενεργοποιούν τη γενικευμένη ρήτρα διαφυγής και στην ουσία καταργούν τη σημερινή δημοσιονομική προσαρμογή και θα την αναπροσαρμόσουν συζητώντας από μηδενική βάση όταν ανακάμψει η οικονομία.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο ανέστειλαν επίσης με συνοπτικές διαδικασίες τη νομοθεσία περί κρατικών ενισχύσεων, που είναι το φόβητρο για κάθε κυβέρνηση, κι αυτό προκειμένου να στηριχθούν μεγάλες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ώστε να μην απολύσουν εργαζόμενους.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο εγκρίθηκαν τα πρώτα 40 δισ. ευρώ για τη χρηματοδότηση άμεσων αναγκών, ενώ η ΕΚΤ ετοιμάζεται να πολλαπλασιάσει την παροχή ρευστότητας στην πραγματική οικονομία. Από την άλλη, θεμελιωδώς σήμερα τα κράτη-μέλη είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση από την κρίση του 2008, που είχε οδηγήσει στην κατάρρευση των τραπεζών.
Κι αυτό γιατί καμία χώρα της Ευρωζώνης δεν έχει σήμερα υπερβολικό δημόσιο έλλειμμα (άνω του 3% του ΑΕΠ), ενώ τα τελευταία χρόνια, με ελάχιστες εξαιρέσεις, έχει σημειωθεί και αποκλιμάκωση του χρέους. Τέλος, τα επιτόκια είναι αρνητικά και οι επιχειρήσεις ήταν μέχρι τώρα υγιείς. Συμπερασματικά μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι για έξοδο από το τούνελ, υπό την προϋπόθεση ότι ο κορονοϊός θα τεθεί σύντομα υπό έλεγχο.