«Παράθυρο» για ένα νέο τοπίο στη λιανική αγορά ρεύματος και φυσικού αερίου, το οποίο πάντως βρίσκεται ακόμη υπό διαμόρφωση αφού δεν μπορούν να προεξοφληθούν οι νέες ισορροπίες, ανοίγουν οι εξελίξεις που δρομολογήθηκαν από τις αρχές του Σεπτεμβρίου τόσο στη ΔΕΗ όσο και στο καθεστώς απελευθέρωσης της εγχώριας αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Έτσι, από τη μια μεριά η αύξηση των τιμολογίων της επιχείρησης έδωσε ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στους ανταγωνιστές της, γεγονός που θα μπορούσε να εκκινήσει ένα νέο «κύκλο» μετακινήσεων πελατών της προς τους ιδιώτες προμηθευτές.
Από την άλλη πλευρά, η αύξηση των τιμολογίων της επιχείρησης συνδυάστηκε με την κατάργηση των δημοπρασιών ΝΟΜΕ από το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, με την απόσυρση μάλιστα της τελευταίας δημοπρασίας. Μία παρέμβαση που δημιούργησε νέα δεδομένα για όλους τους εναλλακτικούς παρόχους, οι οποίοι με αυτόν τον τρόπο απώλεσαν την πρόσβαση σε ηλεκτρική ενέργεια ανταγωνιστικού κόστους για το επόμενο 12μηνο, που θα είχαν αν γινόταν η τελευταία δημοπρασία.
Σταθμίζοντας τα νέα δεδομένα, ορισμένοι προμηθευτές αποφάσισαν να διατηρήσουν τουλάχιστον προς ώρας αμετάβλητα τα τιμολόγιά τους, αξιοποιώντας έτσι το ακόμη φθηνότερο κόστος που μπορούν πλέον να παρέχουν σε οικιακούς και επαγγελματικούς καταναλωτές, έναντι της ΔΕΗ. Άλλες εταιρείες επέλεξαν να «θωρακιστούν» από τις συνέπειες της πρόωρης κατάργησης των ΝΟΜΕ, πριν τεθούν σε εφαρμογή τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (forward) χωρίς φυσική παράδοση, τα οποία προβλέπονται από το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ως μεταβατικό μέτρο μέχρι την έναρξη του Χρηματιστηρίου Ενέργειας. Έτσι, έχουν ήδη προχωρήσει στην αναπροσαρμογή προς τα πάνω των χρεώσεών τους.
Στην περίπτωση των πελατών της ΔΕΗ, η αύξηση της τιμής της κιλοβατώρας, η οποία κυμαίνεται από 16,4 έως 19,4%, αντισταθμίζεται από τη μείωση του ΕΤΜΕΑΡ (τέλος ΑΠΕ) και την ελάττωση του ΦΠΑ. Έτσι, με δεδομένο ότι οι τιμές των ρύπων κινούνται σε τέτοια επίπεδα ώστε να μην έχει ενεργοποιηθεί η ρήτρα CO2, που επίσης εισήγαγε η εταιρεία, για έναν πελάτη της επιχείρησης η καθαρή επιβάρυνση προέρχεται από την ελάττωση της έκπτωσης συνέπειας, η οποία περιορίστηκε περαιτέρω στο 5%, από 10% που ήταν προηγουμένως. Μία μείωση που πάντως κινείται σε χαμηλά επίπεδα, ώστε σύμφωνα με τον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κωστή Χατζηδάκη, η καθαρή επιβάρυνση να μην ξεπερνά τα 2,5 ευρώ ανά μήνα για το μέσο νοικοκυριό.
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, αν ένας εναλλακτικός πάροχος έχει κρατήσει σταθερά τα τιμολόγιά του, «περνώντας» στους πελάτες του όλη τη μείωση του ΕΤΜΕΑΡ και του ΦΠΑ, αυτό σημαίνει πως οι ήδη χαμηλότερες τιμές του για την κιλοβατώρα (καθώς όλοι οι ιδιώτες προμηθευτές ήταν φθηνότεροι από τη ΔΕΗ πριν από τις αυξήσεις), μειώθηκαν κατά 16,4 έως 19,4% επιπλέον. Ακόμη πιο ανταγωνιστικές τιμές, αλλά βέβαια σε μικρότερο βαθμό, παρέχουν οι εναλλακτικοί προμηθευτές που «πέρασαν» ένα ποσοστό των μειώσεων στους πελάτες τους. Και βέβαια, όλοι οι ιδιώτες πάροχοι δεν μείωσαν την έκπτωση συνέπειας που προσφέρουν, αποκτώντας έτσι ένα ακόμη συγκριτικό ατού έναντι της ΔΕΗ.
Σε κάθε περίπτωση, τον Σεπτέμβριο φάνηκε να αναθερμαίνεται η μετακίνηση πελατών από τον δεσπόζοντα πάροχο, όπως δείχνει το τελευταίο μηνιαίο δελτίο της Ελληνικό Χρηματιστηρίου Ενέργειας (ΕΧΕ). Έτσι, έπειτα από αρκετά χρονικό διάστημα όπου το μερίδιο της ΔΕΗ στη λιανική αγορά ήταν περίπου «παγωμένο» στο 74%, παρουσίασε πτώση κατά 2,41%, διαμορφούμενο σε 71,77% έναντι 74,18% που ήταν τον προηγούμενο μήνα.
Αυτό το 2,41% μοιράστηκε σε μία ευρεία ομάδα ιδιωτών προμηθευτών, με συνέπεια να μην αλλάξει η κατάταξή τους με κριτήριο το ποσοστό της ηλεκτρικής ενέργειας που προμηθεύουν. Έτσι, στην πρώτη τριάδα βρέθηκαν για έναν ακόμη μήνα οι καθετοποιημένοι Όμιλοι, με τη Mytilineos (Protergia) να καταλαμβάνει την πρώτη θέση με 5,63%, ακολουθούμενη από την Ήρων (5,55%) και την Elpedison (4,12%).
Την αμέσως επόμενη θέση κατέλαβαν η Watt & Volt (2,30%), η NRG (2,45%), η Volterra (1,87%) και τα ΕΛΤΑ (1,11%). Αμέσως μετά βρίσκεται η πρώτη εταιρεία που «μεταπήδησε» στην ηλεκτρική ενέργεια, έχοντας ξεκινήσει από το μονοπώλιο προμήθειας φυσικού αερίου, δηλαδή η Αέριο Αττικής Ελληνική Εταιρεία Ενέργειας με 1,13%. Τέλος, τους παρόχους συμπληρώνουν η ΚΕΝ (0,83%), η Volton (0,69%) και η ZeniΘ (0,75%).
Κατά τον προηγούμενο μήνα, πάντως, δεν έλειψαν και τα παρατράγουδα, με διαφημίσεις που υπόσχονταν εξαιρετικά υψηλές εκπτώσεις, λαμβάνοντας υπόψη για τον υπολογισμό τους αποκλειστικά τη διαφορά στην τιμή της κιλοβατώρας έναντι του δεσπόζοντος προμηθευτή, και όχι τις υπόλοιπες χρεώσεις (πάγιο, ρήτρα προσαρμογής, ειδική συνδρομή) που μπορεί να «ψαλιδίζουν» αισθητά τις εκπτώσεις. Μάλιστα, η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας έχει ζητήσει από τις εταιρείες προμήθειας να της προσκομίσουν τις διαφημιστικές τους καταχωρίσεις, ώστε να ελέγξει κατά πόσον σε κάποιες από αυτές περιλαμβάνονται στοιχεία που μπορεί να λειτουργήσουν παραπλανητικά στους καταναλωτές.
Στον αντίποδα, μέσα στον Οκτώβριο η ΔΕΗ έκανε «πρεμιέρα» στην προμήθεια φυσικού αερίου σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, παρέχοντας μάλιστα έκπτωση σε όσους επιλέξουν να συνάψουν συμβόλαιο μέχρι το τέλος Ιανουαρίου του 2020. Με την κίνηση αυτή, η επιχείρηση προσαρμόζεται στα σύγχρονα δεδομένα της ευρωπαϊκής αλλά και της ελληνικής αγοράς, όπου όλες οι εταιρείες προσφέρουν συνδυαστικά «πακέτα» ρεύματος και φυσικού αερίου, συνδυάζοντάς τα σε ένα ενεργειακό προϊόν. Παράλληλα, επιχειρεί να διευρύνει το πεδίο δράσης της και στην αναπτυσσόμενη αγορά του φυσικού αερίου αντισταθμίζοντας όσο αυτό είναι δυνατό τις απώλειες από τη μείωση του μεριδίου της στην προμήθεια ρεύματος.
Έτσι, καθώς η πελατειακή βάση της ξεπερνάει τα 7 εκατ. καταναλωτές, εκτιμά ότι όσο διευρύνονται οι περιοχές που αποκτούν πρόσβαση στο φυσικό αέριο, τόσο περισσότερο θα μπορέσει από την αγορά φυσικού αερίου να αναπληρώσει ένα μέρος του τζίρου που απώλεσε από την ηλεκτρική ενέργεια.
Διευρύνεται η «κινητικότητα» των καταναλωτών στο ρεύμα
Έστω και με πιο μικρούς ρυθμούς από τους επιθυμητούς, διευρύνεται αργά αλλά σταθερά το άνοιγμα της εγχώριας λιανικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.
Απόδειξη το γεγονός ότι ήδη μέσα στο πρώτο εξάμηνο της φετινής χρονιάς, 226.779 καταναλωτές χαμηλής και μέσης τάσης στο διασυνδεδεμένο σύστημα άλλαξαν προμηθευτή ρεύματος, ένα νούμερο που αντιπροσωπεύει αύξηση κατά 70% από το αντίστοιχο χρονικό διάστημα του 2018, όταν οι μετακινήσεις άγγιξαν τις 180.000.
Οι 226.779 μετακινήσεις αντιπροσωπεύουν το 3,35% του συνόλου των πελατών χαμηλής και μέσης τάσης του διασυνδεδεμένου συστήματος. Επίσης, η κατανάλωσή τους εκπροσωπεί το 2,11% της συνολικής κατανάλωσης στη χαμηλή και μέση τάση. Όπως είναι φυσικό, ο κυρίαρχος λόγος για την αλλαγή παρόχου ήταν η εξοικονόμηση χρημάτων, μέσω του φθηνότερου τιμολογίου.
Ο δρόμος για την προσφορά πιο ανταγωνιστικών τιμών ανά κιλοβατώρα, δίνοντας έτσι σημαντικό οικονομικό κίνητρο για αλλαγή προμηθευτή, άνοιξε με τις δημοπρασίες ΝΟΜΕ. Παράλληλα, τα προϊόντα ΝΟΜΕ επέτρεψαν στους εναλλακτικούς προμηθευτές να αντισταθμίσουν τον κίνδυνο της απρόβλεπτης μεταβλητότητας της αγοράς και τις υψηλότερες -κατά κανόνα-τιμές χονδρεμπορικής (ΟΤΣ).
Κατ’ αναλογία, εμπόδιο στη διείσδυση των εναλλακτικών παρόχων στα μη διασυνδεδεμένα νησιά αποτελεί το γεγονός ότι σε αυτά δεν μπορούν να αξιοποιηθούν τα προϊόντα ΝΟΜΕ. Ωστόσο και σε αυτή την περίπτωση τα ποσοστά μετακινήσεων είναι αξιοσημείωτα, καθώς εντός του πρώτου μισού του 2019 άλλαξαν πάροχο 19.590 καταναλωτές μέσης και χαμηλής τάσης. Ένας αριθμός που αντιστοιχεί στο 2,47% του συνόλου των πελατών των μη διασυνδεμένων νησιών.