Από την έντυπη έκδοση
Tου Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Στις τελευταίες εκθέσεις για την ελληνική οικονομία -της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου της δεύτερης Έκθεσης της Επιτροπής εξ ονόματος των θεσμών στα πλαίσια της μεταμνημονιακής παρακολούθησης και της Moody’s, της πλέον διστακτικής για την Ελλάδα από τους τρεις οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης- υπάρχει ένα κοινό ίζημα, που προτείνουμε να κρατηθεί για τις επόμενες βδομάδες - και τις εξελίξεις που θα φέρουν.
Καθώς όμως ακόμη την προσοχή συγκρατούν οι συζητήσεις του (4ου) Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών, μια εισαγωγική καταγραφή από τις εκεί καταθέσεις των κεντρικών συντελεστών του συστήματος. [Προεισαγωγικά: Ενώ πολύς και σημαντικός ευρωπαϊκός κόσμος φέτος, καμιά τοποθέτηση τύπου Κλάους Ρέγκλινγκ ή Τόμας Βίζερ προηγούμενων ετών, ή Ντανιέλ Νουί/ο διάδοχος στον SSM Αντρέα Ενρία δεν προσήλθε, καμιά ηχώ από ΕΚΤ (βρίσκεται «σε περίοδο σιωπής» καθώς αναμένονται αποφάσεις νομισματικής πολιτικής) που θα μπορούσε να λειτουργήσει διαταρακτικά]. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης -πιάνουμε το νήμα χρονολογικά- έσπευσε να αποκηρύξει την έννοια «επαναδιαπραγμάτευση» ως «απαγορευμένη στις Βρυξέλλες». Αντ’ αυτού αναφέρθηκε σε «μια διαφορετική συμφωνία: μεταρρυθμίσεις έναντι μείωσης των πλεονασμάτων». Και τούτο αφού προηγηθούν 6-12 μήνες «να αποδείξουν τη σοβαρότητά μου[…] αν θέλετε, να εφαρμόσω και τον προϋπολογισμό 2020». Η τοποθέτηση αυτή λειτούργησε καθησυχαστικά, μετά και τις φρέσκιες ευρωπαϊκές επισημάνσεις περί μη ανατροπής συμφωνημένων (πρωτογενή πλεονάσματα).
Ο Αλέξης Τσίπρας, που ακολούθησε σε απόσταση λίγων ωρών, επέμεινε περισσότερο -αναμενόμενο- στην επόμενη μέρα της Συμφωνίας των Πρεσπών (η οποία γενικώς είχε την τιμητική της). Όμως στο ζήτημα της οικονομίας έμεινε περισσότερο στο «ζητούμενο να μπορέσει η Ελλάδα να πορευτεί στο μέλλον, δίχως κάποιοι να την οδηγούν στα μονοπάτια που αυτοί επιλέγουν […] να βαδίσει η χώρα στις λεωφόρους του μέλλοντος, με ασφάλεια, αξιοποιώντας τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα». Μπορεί να μίλησε επικριτικά για την Ελλάδα του 2014, αναφερόμενος και στις θυσίες που χρειάστηκαν για την έξοδο από την εποχή των μνημονίων - όμως χωρίς να δώσει κάποιο δείγμα διάθεσης για αντιπαράθεση, στα τωρινά μέτωπα, με τους εταίρους. (Ούτε από πλευράς Έφης Αχτσιόγλου ή Αλέκου Φλαμπουράρη υπήρξε κάτι τέτοιο.)
Οι εκθέσεις
Πάμε τώρα «στις εκθέσεις». Προτάσσουμε της Moody’s, όχι γιατί μας αναβάθμισε δύο κλικ -ευθυγραμμιζόμενη με Fitch και S&P πλέον- πράγμα χρήσιμο εν όψει απόπειρας 10ετούς, όπως συμφώνησε και η Handelsblatt. Όμως οι πλευρές βελτίωσης που επισημαίνει -«εμπεδωμένη αναπτυξιακή δυναμική, με χαμηλό κίνδυνο σημαντικής αναστροφής», σημαντικό άνοιγμα της οικονομίας με 37% του ΑΕΠ από εξαγωγές έναντι 22% του 2010, αλλά και αντανάκλαση των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας σε αύξηση της απασχόλησης- πάνε αρκετά βαθιά για credit rating agency. Οπότε από τις προειδοποιήσεις για τα «κόκκινα» δάνεια και την (ήπια) γκρίνια για την επίπτωση της αύξησης του κατώτατου μισθού, περισσότερο ενδιαφέρει η προοπτική, που κατά Moody’s γράφεται σταθερή - όχι θετική…
Πάμε ένα πέρασμα, τώρα, στη δεύτερη Έκθεση της μεταμνημονιακής παρακολούθησης. Εδώ, η επισήμανση ότι στα δημοσιονομικά έχουμε ενδεχομένως ακόμη και υπέρβαση του στόχου 3,5% το 2018, με το 2019 ανάλογα, οδήγησε σε μια γενική αποδοχή «σημαντικής προόδου». Καθώς όμως αυτή η έκθεση «βλέπει» προς Eurogroup και εκταμίευση των κερδών από SMPs/ANFAs και step-up επιτοκίου, αναπόφευκτο ήταν να τονισθούν οι εκκρεμότητες, με πρώτη των «κόκκινων» δανείων, αλλά και των καθυστερήσεων ΔΕΗ, Ελληνικού, κοκ.
Στο πλαίσιο, τέλος, του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου -δηλαδή της παρακολούθησης ρουτίνας μεν, καθώς γίνεται κάθε χρόνο από το 2010, οπότε και θεσπίστηκε αυτός ο μηχανισμός (εν μέρει και λόγω της ελληνικής κρίσης…) και καθώς περιλαμβάνει με υποδείξεις πολλές χώρες: ακόμη και η Γερμανία σχολιάζεται για αντίστροφες ανισορροπίες/υπερπλεονασματικό ισοζύγιο- η έκθεση για την Ελλάδα είχε βασικά καλά λόγια, που συνόδευσε με επισημάνσεις. Καλά λόγια: Ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο το Πρόγραμμα ESM «με την επίτευξη σημαντικών βελτιώσεων τα τελευταία χρόνια», ιδίως «με βελτίωση της ανταγωνιστικότητας» και λήψη αρκετών μέτρων για την αντιμετώπιση «πολλών από τις διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας». Επισημάνσεις: «Προβλήματα ευπάθειας» συνεχίζουν να καταγράφονται, με καίρια την επισήμανση «μέτριας αύξησης του ΑΕΠ και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών». Ακόμη περισσότερο όμως της «υποτονικής αύξησης της παραγωγικότητας», παρά τη βελτίωση των τελευταίων ετών. Συν, τα αναμενόμενα για μη εξυπηρετούμενα δάνεια και παραμονή υψηλού δημοσίου χρέους (το οποίο όμως έχει χαμηλές ανάγκες χρηματοδότησης τουλάχιστον για μία δεκαετία).
Μήπως η κατακλείδα Γιάννη Στουρνάρα -πίσω στο Φόρουμ Δελφών- ότι «αυτό δεν είναι το τέλος του δρόμου, αλλά μόνο η αρχή», θα μπορούσε να τα συγκεφαλαιώσει όλα αυτά;