Από την έντυπη έκδοση
Του Δημήτρη Η. Χατζηδημητρίου
[email protected]
Η επίσκεψη του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, στις αρχές της εβδομάδας, στην Τουρκία επιβεβαίωσε αυτό που παραμένει μοναδική και κυρίαρχη σταθερά στις διμερείς σχέσεις εδώ και δεκαετίες. Οι δύο χώρες, το ηγετικό προσωπικό τους, οι κατεστημένες δομές εξουσίας, δεν αντιλαμβάνονται με τον ίδιο τρόπο τους καταναγκασμούς που επιβάλλει η γεωγραφία και συναφώς τους κανόνες που διέπουν ένα καθεστώς ειρηνικής συνύπαρξης. Η Ελλάδα και η Τουρκία δεν συμφωνούν ούτε στην εκτίμηση και πολύ περισσότερο στην ερμηνεία της Ιστορίας. Για την Τουρκία, η Ελλάδα θα παραμένει πάντα «ένας αχάριστος, άπιστος υπήκοος που σήκωσε τα όπλα απέναντι στη γενναιόδωρη εξουσία του σουλτάνου, προκαλώντας τη συρρίκνωση και τελικά την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας».
Για την Ελλάδα, η Τουρκία θα συνιστά πάντα μια ανάμνηση οδυνηρής δουλείας, τον πρόξενο της συρρίκνωσης του Ελληνισμού, την αιτία και την εξήγηση της οπισθοδρόμησής της, τον μόνιμο κίνδυνο για την εδαφική της ακεραιότητα, τον αδίστακτο ανταγωνιστή σε μια μείζονα περιοχή, στην οποία τα ίχνη και οι μαρτυρίες της ελληνικότητας είναι διαρκώς παρόντα. Από την αποτυχία της Μεγάλης Ιδέας και μετά, η Ελλάδα είναι ο ορισμός της χώρας του status quo, όπως αυτό προέκυψε και διαμορφώθηκε από τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, τις διεθνείς συνθήκες και συμβάσεις. Όλη η στρατηγική του ελληνικού κράτους αρθρώθηκε περί αυτούς τους άξονες κι όλες οι πολιτικές του επιλογές υποτάχθηκαν σ’ αυτήν την αναγκαιότητα. Τη διατήρηση, δηλαδή, του status quo.
Οι όποιες, κατά καιρούς, εξάρσεις εθνικιστικής ρητορικής ήταν και παραμένουν στοιχείο για εσωτερική κατανάλωση, και με εξαίρεση την προδοτική αφροσύνη στην Κύπρο, το 1974, ουδέποτε απέκτησε σοβαρά χαρακτηριστικά μιας αλυτρωτικής διεκδίκησης εις βάρος γειτονικών χωρών. Η Τουρκία δεν βολεύτηκε ποτέ με όσα συμφώνησε ή ό,τι υποχρεώθηκε να αποδεχθεί και από την επομένη της υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάννης δεν σταμάτησε να εργάζεται για την αναθεώρησή της.
Η Τουρκία, με κατά καιρούς διακυμάνσεις στη συμπεριφορά της, ήταν και παραμένει μια αναθεωρητική δύναμη. Ερμηνεύοντας κατά το δοκούν τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, δεν αμφισβητεί απλώς το καθεστώς που επιβάλλουν στην περιοχή, αλλά φιλοδοξεί να καταστεί αυτή η ίδια το καθεστώς. Κι αυτό το εκδηλώνει και το υπενθυμίζει διαρκώς, με λόγια κι έργα. Τον Δεκέμβριο του 2017, παραμονή της επίσκεψής του στην Αθήνα, ο ίδιος ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έθεσε το πλαίσιο της ατζέντας του, ομιλώντας ευθέως για την αναθεώρηση της Λωζάννης. Προχθές, με ανατολίτικη πονηριά, ανέθεσε στον εκπρόσωπό του, Ιμπραήμ Καλίν, να εγείρει ζήτημα Θράκης και «νησιών». Θέματα, δηλαδή, που ακουμπούν στον πυρήνα της Συνθήκης της Λωζάννης. Είναι σαφές, οι στρατηγικές, οι αντιλήψεις, οι πολιτικές των δύο χωρών είναι ευθέως ανταγωνιστικές και μόνο ως τέτοιες μπορούν να συνυπάρξουν σε ένα πολύ χαμηλό επίπεδο ελεγχόμενης έντασης. Όλα τ’ άλλα είναι απλώς επεισόδια δημοσίων σχέσεων.