Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Σηκώνεται με κόπο, πάει μέχρι την άκρη αριστερά, στέκεται, κοιτάζει πέρα σκιάζοντας τα μάτια με το χέρι του, κάνει μεταβολή, πηγαίνει ως την άκρη δεξιά, κοιτάζει πέρα. Ισιώνει το μαλλί, που έχει πάρει αέρα.
Περιμένοντας παραίτηση ή διαγραφή. Τέσσερις-πέντε μέρες αναβολή, το πρωί, διορία την Παρασκευή, σήμερα, αύριο, μετά την ομιλία, τόση κίνηση, που γίνεται εξωτερικά δυσδιάκριτη από την ακινησία. Η επόμενη σκηνή θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε. Μια μήνυση, μια καταγγελία, μια ανοησία. Ανία. Αμηχανία. Απορία.
«- Θα πάψετε επιτέλους να με βασανίζετε με τον καταραμένο το χρόνο σας! Πότε! Πότε!»
Δεν θα τελειώσει αυτή η ιστορία! Ο Μπέκετ μειδιά και νεύει ελαφρώς στη γωνία. «Μήπως κοιμάμαι τώρα; Αύριο, άμα ξυπνήσω, ή θα νομίζω πως ξύπνησα, τι θα πω για τούτη τη μέρα; Ότι εγώ κι ο φίλος μου ο Εστραγκόν καθόμασταν σε τούτο το μέρος, μέχρι να νυχτώσει, και περιμέναμε τον Γκοντό; Ότι πέρασε ο Πότζο με τον αχθοφόρο του και μας μίλησε; Μάλλον. Πόση όμως αλήθεια θα υπάρχει σ’ όλα αυτά; Αυτός δε θα ξέρει τίποτα».
Σάμπως ξέρουμε εμείς; Μόνο ό,τι ορίζει η παρακμή. Άμα αρχίσει η πτώση, τελειωμό δεν έχουν οι επιπτώσεις, οι εκπτώσεις και οι αλλοιώσεις.
«- Σιγά σιγά συνηθίζω τα πάντα».
Συνηθίζω; Η «συνήθεια είναι σπουδαίος σιγαστήρας. Και μένα με κοιτάζει κάποιος τώρα, και για μένα υπάρχει κάποιος που λέει, Κοιμάται, δεν ξέρει τίποτα, άστον να κοιμηθεί. Δεν μπορώ να συνεχίσω. Τι είπα;»
«- Μπορεί και να μην έκανες. Αλλά αυτό που μετράει είναι ο τρόπος, ο τρόπος που το κάνεις».
«- Ιδού ο άνθρωπος, κύριε! Φορτώνει στα παπούτσια του το φταίξιμο των ποδιών του».
Αλλά το θέμα δεν είν’ αυτό. Το θέμα δεν είναι καν ο Ντιντί και ο Γκογκό, οι περιπλανώμενοι και οι αμφιταλαντευόμενοι. Το θέμα είναι τι κάνουμε εμείς εδώ, μάλιστα, ιδού η απορία.