Του Δρ. Γιώργου Κωνσταντόπουλου
Ο Δρ. Γιώργος Κωνσταντόπουλος είναι πρόεδρος του Συνδέσμου Εξαγωγές Βορείου Ελλάδος (ΣΕΒΕ).
Το μειονέκτημα του οικονομικού μοντέλου της χώρας μας εστιάζεται στον τομέα των εξαγωγών. Η ελληνική οικονομία χαρακτηρίζεται από έντονη εσωστρέφεια με τις εξαγωγές αγαθών να αποτελούν το 16,2% του ΑΕΠ μας, σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ο οποίος ανέρχεται σε 34%, και παρά τη σημαντική συρρίκνωση του ΑΕΠ μας κατά τη διάρκεια της κρίσης. Αποτελεί πάγια θέση του ΣΕΒΕ ότι η ανάπτυξη της εξωστρέφειας αποτελεί τον μονόδρομο για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, εστιάζοντας σε προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Οι εξαγωγές μας το 2017 παρουσίασαν σημαντική αύξηση κατά 13,2% σε σχέση με το 2016, καθώς ανήλθαν στο ποσό των 28,8 δισ. ευρώ. Ωστόσο, η σημαντική αυτή μεταβολή συνοδεύτηκε με αντίστοιχη αύξηση των εισαγωγών κατά 13,7% ανερχόμενες σε 50,3 δισ. ευρώ, αυξάνοντας το εμπορικό μας έλλειμμα κατά 2,7 δισ. ευρώ, δηλαδή 14,4 ποσοστιαίες μονάδες. Ο ΣΕΒΕ έχει τονίσει επανειλημμένα την ανάγκη αντικατάστασης των εισαγωγών με προϊόντα που παράγονται στην εγχώρια αγορά, ώστε να αυξηθεί η προστιθέμενη αξία των προς εξαγωγή προϊόντων και να μειωθεί το εμπορικό μας έλλειμμα. Στο διάστημα Ιανουάριος-Μάιος 2018 οι εξαγωγές της Ελλάδας σημείωσαν, επίσης, σημαντική αύξηση κατά 13,7% έναντι του αντίστοιχου διαστήματος του 2017, ενώ σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οι εισαγωγές για το αντίστοιχο διάστημα σημείωσαν μικρή άνοδο κατά 0,4%, με αποτέλεσμα τη μείωση του εμπορικού μας ελλείμματος κατά 1,5 δισ. ευρώ, δηλαδή 15,2%. Ωστόσο αν αναλύσουμε περαιτέρω τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ σχετικά με τις εισαγωγές της χώρας μας, παρατηρούμε ότι οι εισαγωγές πλοίων μειώθηκαν κατά 75,5%, ενώ αντίστοιχα οι εισαγωγές πετρελαιοειδών και λοιπών αγαθών σημείωσαν αύξηση κατά 15% και 7,1% αντίστοιχα. Επομένως, η «θετική» εικόνα που παρουσιάζεται και η μείωση του εμπορικού μας ελλείμματος θα λέγαμε πως είναι πλασματική και συγκυριακή.
Εντούτοις, τη δεδομένη χρονική στιγμή, οι εξαγωγείς αντιμετωπίζουν σημαντικά προσκόμματα, τα οποία αποτελούν τροχοπέδη στην ενίσχυση του διεθνούς επιχειρείν. Αρχικά, το φορολογικό μας σύστημα απωθεί τις επενδύσεις, ενώ δημιουργεί και σημαντικά επιχειρηματικά αντικίνητρα. Ενδεικτικά να αναφέρω ότι σύμφωνα με έρευνα της Ernst & Young με τίτλο «Theoutlookforglobaltaxpolicyin 2018», η Ελλάδα παρουσιάζει έναν από τους υψηλότερους εταιρικούς φορολογικούς συντελεστές μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, ο οποίος ανέρχεται σε 29%. Ένα δεύτερο σημαντικό πρόβλημα αποτελεί η αδυναμία του τραπεζικού συστήματος να χρηματοδοτήσει τον ιδιωτικό τομέα και ιδιαίτερα τις εξαγωγικές επιχειρήσεις. Η ολοκλήρωση του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής πρέπει να αποτελέσει τη βάση ενός νέου επιχειρηματικού μοντέλου φιλικό προς το επιχειρείν.
Οι Έλληνες εξαγωγείς αντιμετώπισαν πολλά προβλήματα τα τελευταία χρόνια και κατάφεραν να ξεπεράσουν σημαντικά εμπόδια έχοντας λιγότερους πόρους στη διάθεσή τους. Διατήρησαν τη φορολογική τους βάση στην Ελλάδα, τη στιγμή που τα υψηλόβαθμα στελέχη απολαμβάνουν μόνο το 30% του συνολικού μισθολογικού κόστους, ενώ αντίστοιχα στο εξωτερικό απολαμβάνουν το 70%. Η συνεισφορά των εξαγωγών στην ελληνική οικονομία είναι αντίστοιχη της ναυτιλίας, ωστόσο δεν τυγχάνει ίσης μεταχείρισης. Παρά τις αντίξοες συνθήκες στην εγχώρια αγορά και τα γραφειοκρατικά προβλήματα, οι Έλληνες εξαγωγείς συνέχισαν να παράγουν στην Ελλάδα και να εξάγουν τα προϊόντα τους σε όλο τον κόσμο, υιοθετώντας το «ActLocal, ThinkGlobal».