Στην τελική ευθεία προς τις εξετάσεις η αγωνία και το άγχος των υποψηφίων και των οικογενειών τους αυξάνεται και μερικές φορές βρίσκεται εκτός ορίων. Η αλήθεια είναι ότι οι εισαγωγικές εξετάσεις έχουν μεγάλη βαρύτητα στη ζωή των οικογενειών. Ακούς γονείς να λένε ότι φέτος δίνουμε πανελλήνιες. Φυσικά και δεν δίνουν όλοι μαζί. Το παιδί δίνει εξετάσεις, αλλά ολόκληρη η οικογένεια ζει στο ρυθμό των εξετάσεων για ένα, τουλάχιστον, χρόνο.
Η αλήθεια είναι ότι ως κοινωνία έχουμε μεγαλοποιήσει τις εισαγωγικές εξετάσεις, με αποτέλεσμα τα παιδιά μας να αγχώνονται υπερβολικά. Στις περισσότερες χώρες του κόσμου για να αποκτήσουν το απολυτήριο λυκείου οι μαθητές συμμετέχουν σε μία εξωτερική αξιολόγηση. Αυτό σημαίνει ότι εξετάζονται σε επίπεδο περιφέρειας, κρατιδίου ή κράτους σε κοινά θέματα. Δίνουν δηλαδή αυτό που εμείς λέμε πανελλήνιες εξετάσεις. Η διαφορά είναι ότι αυτές οι εξετάσεις είναι εξετάσεις πιστοποίησης, δηλαδή εξετάζεται ο μαθητής αν γνωρίζει την ύλη που πρέπει, στο βαθμό που πρέπει. Αφού ο μαθητής πάρει το απολυτήριό του και εφόσον πληροί και άλλες προϋποθέσεις μπορεί να συνεχίσει τις σπουδές του στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Οι επιπλέον προϋποθέσεις μπορεί να είναι βαθμολογικό όριο στο απολυτήριο ή σε κάποια μαθήματα, συνέντευξη, εξετάσεις ή πρόσβαση στο πρώτο έτος και επιλογή συγκεκριμένου αριθμού φοιτητών από τα πανεπιστήμια στο τέλος του πρώτου έτους. Αυτά διαφέρουν από χώρα σε χώρα, αλλά το γενικό πλαίσιο αυτό είναι.
Στη χώρα μας οι φοιτητές που εισάγονται στις Ανώτατες Σχολές είναι πάρα πολλοί, αφού πάνω από το 70% των υποψηφίων εισάγεται στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Το 1999 γεννήθηκαν στην Ελλάδα 100.643 παιδιά και 18 χρόνια μετά εισήχθησαν στις Ανώτατες Σχολές 74.511 νέοι φοιτητές. Φυσικά υπάρχουν και τα παιδιά που δεν γεννήθηκαν στην Ελλάδα και συμμετείχαν στις εισαγωγικές εξετάσεις, αλλά δεν είναι τόσο μεγάλος ο αριθμός τους ώστε να αλλάζουν οι αναλογίες. Με τόσο μεγάλο ποσοστό επιτυχίας στην εισαγωγή στις Ανώτατες Σχολές, από τα μεγαλύτερα παγκοσμίως, δεν θα έπρεπε να υπάρχει τόσο άγχος. Κι όμως υπάρχει. Ας δούμε μερικές αιτίες.
Στην Ελλάδα αυτές οι εξετάσεις αποτελούν ένα διαγωνισμό συμπλήρωσης προκαθορισμένου αριθμού θέσεων, που ανακοινώνεται κάθε χρόνο από το Υπουργείο Παιδείας. Αυτό σημαίνει ότι δεν αρκεί να γνωρίζει ο υποψήφιος την εξεταστέα ύλη, αλλά πρέπει να γράψει καλύτερα από τους υπόλοιπους υποψηφίους. Πρόκειται, δηλαδή, για μια ανταγωνιστική διαδικασία. Σ’ αυτό οφείλεται το μεγαλύτερο μέρος του άγχους που δημιουργείται στους υποψηφίους.
Η ελληνική οικογένεια θέλει τα παιδιά της να σπουδάσουν, το έχει ως πρώτη προτεραιότητα και επενδύει χρήματα σ’ αυτό. Δύο, πιστεύω, είναι οι λόγοι γι’ αυτό. Ο πρώτος είναι το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο που υπήρχε στη χώρα μας. Το 1981 το 66,8% των εργαζομένων ήταν το πολύ απόφοιτοι δημοτικού. Στο συνολικό πληθυσμό το ποσοστό ήταν πολύ μεγαλύτερο. Το πολύ χαμηλό μορφωτικό επίπεδο δημιουργούσε ένα αίσθημα κατωτερότητας. Οι αμόρφωτοι Έλληνες τις εποχής ήθελαν να δουν τα παιδιά τους σπουδαγμένα όπως έλεγαν. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι οι, λίγοι τότε, επιστήμονες κέρδιζαν πολλά χρήματα από το επάγγελμά τους. Το κοινωνικό πρότυπο ήταν γιατρός, μηχανικός ή δικηγόρος, ελεύθερος επαγγελματίας. Αυτοί οι δύο λόγοι έκαναν όλους να θέλουν να σπουδάσουν τα παιδιά τους. Το πρόβλημα είναι ότι ήθελαν και, εν πολλοίς θέλουν ακόμη, κυρίως αυτά τα 3 πτυχία. Μια ματιά στις πρώτες προτιμήσεις των υποψηφίων αυτό δείχνει ακόμη και για το 2017.
Το ελληνικό κράτος με τη διεύρυνση της ανώτατης εκπαίδευσης που επιχειρήθηκε το 2000 και τον σχεδόν διπλασιασμό των θέσεων στα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ δεν έδωσε αυτό που ζητούσε ο κόσμος. Αντίθετα επικράτησε η λογική κάθε πόλη και Πανεπιστημιακό τμήμα, που έπρεπε να έχει και περίεργο τίτλο, για να μην παίρνουν μετεγγραφή και φεύγουν οι φοιτητές, ώστε να κινηθούν οι τοπικές οικονομίες με τα χρήματα που ξοδεύουν οι φοιτητές. Έτσι εισάγεται πάνω από το 70% των υποψηφίων, αλλά οι θέσεις στις περιζήτητες σχολές είναι πολύ λιγότερες περίπου 10.000 από τις 75.000. Αυτό δημιουργεί οξύτατο ανταγωνισμό, μεταξύ των υποψηφίων για μια θέση στις σχολές υψηλής ζήτησης.
Η οικονομική κρίση έκανε τα πράγματα πολύ χειρότερα, αφού αυξήθηκε υπερβολικά η ζήτηση για σπουδές που θα εξασφάλιζαν μια καλή δουλειά στο… εξωτερικό. Έτσι είδαμε στην Ιατρική Αθήνας οι πρώτες προτιμήσεις των υποψηφίων από 896 το έτος 2008 εκτοξεύτηκαν στις 2.545 το έτος 2017. Δημιουργείται έτσι μεγάλος ανταγωνισμός για μια θέση στις σχολές υψηλής ζήτησης.
Ο τρόπος εισαγωγής στις ανώτατες σχολές, με 4 τρίωρα διαγωνίσματα να κρίνουν το διάβασμα τόσων ετών, αυξάνει και άλλο το άγχος, αφού ένα λάθος στις πράξεις αρκεί για να χάσει κάποιος την εισαγωγή του σε μία υψηλόβαθμη σχολή. Από την άλλη υπάρχει έντονη αντίθεση με τη μέχρι τότε σχολική ζωή, όπου όλοι περνούν τις τάξεις άκοπα. Ένας μαθητής που έχει 05 στα Μαθηματικά και 15 στα Θρησκευτικά προάγεται στην επόμενη τάξη του λυκείου. Τα παιδιά ξέρουν, λοιπόν, ότι κανείς δεν μένει μετεξεταστέος, συνεπώς είναι πολύ χαλαρά πιστεύοντας ότι αρκεί να διαβάσουν στην Γ Λυκείου και θα περάσουν. Όταν διαπιστώνουν ότι αυτό είναι ανέφικτο γιατί στις εισαγωγικές εξετάσεις εξετάζεσαι όχι μόνο στην εξεταστέα ύλη της Γ τάξης, αλλά σε όσα έχεις μάθει στο σχολείο από το δημοτικό τρελαίνονται. Προσθέστε σ’ αυτό ότι πολλά παιδιά δεν έχουν μάθει πώς να διαβάζουν για να δείτε πως δημιουργείται το άγχος.
Όλες οι λύσεις που έχουν δοκιμαστεί μέχρι σήμερα, δεκαετίες τώρα, δεν έχουν καταφέρει να απαλύνουν το πρόβλημα. Βρισκόμαστε, για μια ακόμη φορά, μπροστά σε μία κυοφορούμενη αλλαγή που μας είναι άγνωστη. Οι ελπίδες επιτυχίας είναι ελάχιστες, γιατί η κοινωνία μας δεν είναι έτοιμη να δεχτεί τη σημαντική συμμετοχή του βαθμού του σχολείου ή την επιλογή των φοιτητών από τα Πανεπιστήμια. Αν προσθέσουμε και την προχειρότητα της αλλαγής, αφού καινούριο λύκειο με παλιά βιβλία δε γίνεται καταλαβαίνουμε ότι η ουσία δεν πρόκειται να αλλάξει. Θα έχουμε απλά μία ακόμη αλλαγή.