Το περασμένο έτος, οι αμερικανικές πόλεις του Σαν Φρανσίσκο και του Ώκλαντ κατέθεσαν μήνυση εναντίον πέντε εταιρειών ορυκτών καυσίμων – τις Chevron, ConocoPhillips, ExxonMobil, Shell και BP, στο πολιτειακό δικαστήριο της Καλιφόρνια. Η αγωγή τους υποστηρίζει ότι οι πέντε εταιρείες είναι όχι μόνο υπεύθυνες για το κόστος της προστασίας των πολιτών των εν λόγω πόλεων από τις υψηλότερες παλίρροιες και τις πλημμύρες που θα προκαλέσει η αύξηση της στάθμης της θάλασσας, αλλά ότι επίσης γνώριζαν τους κινδύνους που προκαλούν οι επιχειρηματικές τους δραστηριότητες εδώ και δεκαετίες, και σκόπιμα δεν αποκαλύψαν αυτές τις πληροφορίες.
Οι εταιρείες, κατόπιν των συμβουλών των δικηγόρων τους, επεδίωξαν να μεταφέρουν την υπόθεση από το πολιτειακό στο ομοσπονδιακό δικαστήριο. Η θεωρία πίσω από την κίνηση ήταν ότι τα ομοσπονδιακά δικαστήρια αρνούνταν παραδοσιακά να εμπλέκονται σε τέτοιες διαφορές, προτιμώντας να αφήσουν το Κογκρέσο ή τους εμπειρογνώμονες του υπουργείου Περιβάλλοντος να ασχοληθούν με τέτοια θέματα.
Ωστόσο, η εκτίμηση ήταν λανθασμένη. Την περασμένη εβδομάδα, ο δικαστής του ομοσπονδιακού δικαστηρίου, Γουίλιαμ Άλσαπ, αρνήθηκε την πρόταση που υπέβαλαν οι πόλεις, ζητώντας την υπόθεση να αποσταλεί πίσω στο πολιτειακό δικαστήριο της Καλιφόρνια. Ωστόσο, ο δικαστής επέτρεψε να προχωρήσει η υπόθεση σε εκδίκαση σε ομοσπονδιακό δικαστήριο, παρά την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ το 2011, ότι μόνο το Κογκρέσο και οι ρυθμιστικές αρχές έχουν την εξουσία να ασχολούνται με τη ρύπανση, και όχι τα δικαστήρια. Το σκεπτικό κάνει λόγο για το δημόσιο συμφέρον των κατοίκων των πόλεων, που διαφοροποιεί την κατάσταση.
Το λόγο θα τον έχει εντέλει το Ανώτατο Δικαστήριο, που όπως διαμορφώνεται σήμερα είναι περισσότερο συντηρητικό, και δεν αποκλείεται να συμβαδίσει με τα εταιρικά συμφέροντα. Ωστόσο, οι οικολογικές οργανώσεις διατηρούν την αισιοδοξία τους, για μία δικαστική απόφαση που αναμένεται να αποτελέσει δικαστικό προηγούμενο για δεκάδες ή και εκατοντάδες παρόμοιες υποθέσεις.