Από την έντυπη έκδοση
Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Μέχρι και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, φανατική οπαδός του αφηγήματος περί δυναμικής ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, αμφισβητεί τον όρο που επιλέγει η κυβέρνηση για να περιγράψει την επόμενη μέρα του προγράμματος.
Η «καθαρή έξοδος» διατρέχει τον κίνδυνο να αποδειχθεί «θολή είσοδος» σε ένα μεταβατικό στάδιο επιτήρησης της ελληνικής οικονομίας, η οποία στερείται της δυναμικής που αναλογεί στη θεωρία του συμπιεσμένου ελατηρίου.
Το ερώτημα είναι γιατί η Ελλάδα έχει «κολλήσει». Ο λόγος είναι απλός και απαντά σε τρεις κεντρικούς άξονες πολιτικής: φορολογικό σύστημα, δημόσια διοίκηση, απονομή δικαιοσύνης. Πρόκειται για τα βασικά πεδία στα οποία οι διαρθρωτικές αλλαγές λάμπουν διά της απουσίας τους κατά την πολυετή διάρκεια της -δημοσιονομικής, εκ του αποτελέσματος- προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας.
Οι συνέπειες είναι ορατές στον τομέα των επενδύσεων, όπου υλοποιούνται κατά βάση projects τα οποία είχαν δρομολογηθεί τα προηγούμενα αρκετά χρόνια -ΟΛΠ, Ελληνικό, αεροδρόμια- και αυτά με δυσκολίες και παλινωδίες που δυσφημούν το επενδυτικό προφίλ της χώρας.
Εξ ου και η αναφορά διά στόματος του εκπροσώπου της Κομισιόν στους θεσμούς Ντέκλαν Κοστέλο, ο οποίος μίλησε για «βαθιά ριζωμένα» προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και υπέδειξε έναν μακρύ δρόμο μεταρρυθμίσεων ακόμη και μετά τη λήξη του τρίτου κατά σειρά προγράμματος προσαρμογής.
Έτσι, βεβαίως, ομολόγησε εν μέρει την αποτυχία και των θεσμών στην ελληνική υπόθεση. Διότι καλή η βραχυπρόθεσμη διαχείριση, ωστόσο δεν αποκαθιστά τη μακροπρόθεσμη προοπτική της οικονομίας και κατ’ επέκταση δεν καθιστά βιώσιμη τη δυνατότητα του ελληνικού κράτους, συν τοις άλλοις, να αποπληρώνει τα χρέη στους διεθνείς πιστωτές του.
Σημειωτέον, η αποκλιμάκωση του spread ελαφρά κάτω από το φράγμα του 5% θέτει την πιστοληπτική ικανότητα του ελληνικού δημοσίου σε επίπεδο «ήπιας κρίσης», όπως έλεγε χαρακτηριστικά συνομιλητής της «Ν», διατηρώντας τη μακριά από τον αέρα που θα όφειλε να διαπερνά μια οικονομία η οποία έχει βρει τον βηματισμό της.
Ενδεικτικοί της εικονικής πραγματικότητας που διέπει την ελληνική περίπτωση είναι οι πανηγυρισμοί για τα «πλεονάσματα» του ΕΦΚΑ, στον οποίο προηγουμένως έχουν μεταβιβαστεί δισεκατομμύρια ευρώ, χρήματα των φορολογουμένων από τον κρατικό προϋπολογισμό, προκειμένου να μην καταρρεύσει.
Στην Ελλάδα ένας εργαζόμενος συντηρεί τρία άτομα. Η προβληματική αυτή σχέση αντιμετωπίζεται μόνο με προσέλκυση επενδύσεων και ανάκτηση του καταρτισμένου εργατικού δυναμικού που έχει εγκαταλείψει τη χώρα, με απώτερο στόχο την αύξηση της απασχόλησης και τη μεγέθυνση του ΑΕΠ.
Επί του παρόντος, συνεχίζει να επικρατεί η «βαθιά ριζωμένη» αντίληψη ότι δικαιούσαι να περιμένεις διαφορετικό αποτέλεσμα με το να κάνεις ξανά και ξανά το ίδιο πράγμα, με τα ίδια μέσα.