Ο Ναός της Αναστάσεως της Ιερουσαλήμ, ανά τους αιώνες, έχει υποστεί βίαιες επιθέσεις, φωτιές, σεισμούς, ενώ το 1009 καταστράφηκε ολοσχερώς και ξαναχτίστηκε, αναγκάζοντας τους νεότερους ερευνητές να αμφιβάλουν σχετικά με το αν είναι όντως ο χώρος στον οποίο ενταφιάστηκε ο Ιησούς, όπως αυτός προσδιορίστηκε πριν από 17 αιώνες.
Σύμφωνα με το National Geographic, αποτελέσματα επιστημονικών ερευνών επιβεβαιώνουν ότι τα απομεινάρια της σπηλιάς που βρίσκεται μέσα στον ναό, προέρχονται από τον τάφο που ανακάλυψαν οι αρχαίοι Ρωμαίοι.
Το αρχικό ασβεστολιθικό τμήμα του τάφου και η μαρμάρινη πλάκα που το καλύπτει χρονολογείται γύρω στο έτος 345. Σύμφωνα με ιστορικά κείμενα, οι Ρωμαίοι ανακάλυψαν τον τάφο, τον αναστήλωσαν και έχτισαν τον ναό γύρω στο 326 μ.Χ. Αξίζει να σημειωθεί ότι μέχρι τώρα, τα πρώτα αρχιτεκτονικά στοιχεία βρέθηκαν μέσα και γύρω από το συγκρότημα τάφων που χρονολογούνται στην περίοδο των Σταυροφόρων, καθιστώντας το όχι μεγαλύτερο από 1.000 χρόνων.
«Αν και είναι αρχαιολογικά αδύνατον να επιβεβαιωθεί ότι ο τάφος είναι το σημείο ταφής ενός Εβραίου που ήταν γνωστός ως Ιησούς από την Ναζαρέτ και ο οποίος σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη σταυρώθηκε στην Ιερουσαλήμ το 30 ή το 33 μ.Χ., οι νέες επιστημονικές χρονολογήσεις επιβεβαιώνουν πως η πρώτη κατασκευή του ταφικού μνημείου έγινε την εποχή του Κωνσταντίνου, του πρώτου Χριστιανού αυτοκράτορα της Ρώμης», αναφέρει το δημοσίευμα του Νational Geographic.
Ο Πανάγιος Τάφος είχε ανοιχτεί για πρώτη φορά μετά από αιώνες τον Οκτώβριο του 2016, στο πλαίσιο συντήρησης από ομάδα Ελλήνων επιστημόνων του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Τα δείγματα είχαν ληφθεί κατά τη διάρκεια των εργασιών, και τα αποτελέσματα της ανάλυσής τους παρείχε στο National Geographic η επικεφαλής της ομάδας, Καθηγήτρια Αντωνία Μοροπούλου.
Τα επιστημονικά αποτελέσματα θα δημοσιευτούν από την κα Μοροπούλου και την ομάδα της στο επόμενο τεύχος του περιοδικού «Journal of Archaeological Science».