Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Το 1880. Πολιτικός παλιόκαιρος. Τι συμβαίνει; διερωτάται ο Βλάσης Γαβριηλίδης στο «Μη Χάνεσαι» και περιγράφει πως στην Τουρκία όταν ακουστεί ότι κάπου ξέσπασε πυρκαγιά, τα παλικάρια με τις αντλίες ξεκινούν για τον τόπο του κινδύνου, αλλά καθοδόν συμβαίνει η μία αντλία να περάσει την άλλη. Τούτο νομίζεται ύβρις, κατά τα πυροσβεστικά ειωθότα, και αρχίζει το γλέντι.
«... Τα δύο συναντηθέντα σώματα πυροσβεστών καταθέτουν τας αντλίας και άρχεται η συμπλοκή. Εν ελλείψει δε άλλων όπλων, διότι ως επί το πλείστον οι πυροσβέσται είναι ημίγυμνοι, θραύονται αυταί αι αντλίαι, κάθε κομμάτι αυτής χρησιμεύει ως όπλον εις τον Σαμψών της μιας αντλίας εναντίον των Φιλισταίων της άλλης.
Συμβαίνει ενίοτε εν πολλοίς σημείοις να λαμβάνουν χώραν τοιαύται συμπλοκαί ενώ το πυρ νέμεται την συνοικίαν ένθα εξερράγη και οι καιόμενοι αναμένουσι μετ’ αγωνίας τους Μεσσίας πυροσβέστας.
Χωρίς να σας το είπωμεν, αναγνωρίζετε πιστεύομεν ως απαράλλακτον εικόνα τα εν τη Βουλή συμβαίνοντα». Εμείς αναγνωρίζουμε τα εν τη πολιτική συμβαίνοντα, ενώ η φωτιά μαινόταν.
Θα υπέθετε κανείς ότι μετά το 2007 στην Πάρνηθα και την Ηλεία και το 2009 στη βορειοανατολική και τη δυτική Αττική, κάτι θα άλλαζε. Καήκαμε και ελπίζαμε πως μάθαμε.
Κι ύστερα ήρθαν οι φωτιές, και άρχισαν πάλι οι ομορφιές… Μόνο για το αν μπορούν να αλλάξουν τη μοιραία χημεία του οξυγόνου με τον άνθρακα δεν έχουν ακόμη τσακωθεί. Ανάβουν σαν τα κωνοφόρα, που μεταδίδουν ταχύτατα την κάψα τους.
Η δική τους κάψα ποιος είναι περισσότερο ή λιγότερο άξιος να σβήσει τις φωτιές. Τα κουκουνάρια σκάνε σαν πυροτεχνήματα κι αυτοί φλέγονται για άλλα ζητήματα, να στείλουν ακόμη πιο μακριά την πολιτική φωτιά.
Η δική τους κάψα δυσκολεύει την ανάσα, περισσότερο από τη μυρωδιά του καμένου, γιατί από τη φωτιά μπορεί να γλιτώσεις, μα από τα ανεμοδαρμένα ήθη ποιος θα σε σώσει; Η κλιματική αλλαγή, το διαχρονικό πρωτογενές έλλειμμα προστασίας του περιβάλλοντος, οι αντιπυρικές ζώνες, που από μέτρο πρόληψης γίνονται κατόπιν εορτής σ’ αναμμένα κάρβουνα, η αρρώστια της εξάπλωσης χωρίς πρόγραμμα και με την ανοχή του κράτους ή οι ελλείψεις λόγω δημοσιονομικών περιορισμών;