Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Ήταν όλοι οι πρωταγωνιστές στη Φραγκφούρτη. Ο σκηνοθέτης έστειλε γραπτό μήνυμα. «Υπάρχουν ακόμα εμπόδια για την επιστροφή στις αγορές. Είναι προς το συμφέρον όλων να βελτιωθεί η κατάσταση στην Ελλάδα το ταχύτερο δυνατόν. Η μαγική λέξη είναι η εμπιστοσύνη». Διαβάζω και ξαναδιαβάζω τις τοποθετήσεις.
«Μπορούμε να κάνουμε μια ενημερωμένη αξιολόγηση, αν έχουμε καθαρή εικόνα για τη φύση και το εύρος των μέτρων... Η ανάλυση χρέους του ΔΝΤ θα είναι ένα σημαντικό δεδομένο υπό αυτό το πρίσμα», «Η Ελλάδα να επικεντρώσει περισσότερο στις ιδιωτικοποιήσεις, παρά στο χρέος», «το πρόβλημα δεν είναι πλέον δημοσιονομικό, αλλά αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης» (το ‘χε πει και ο ποιητής: «ο Ελληνισμός επέτυχε ως γένος, απέτυχε ως κράτος»), «ουδείς έχει τη διάθεση για άλλο ένα μνημόνιο», «νιώθω σαν να προετοιμάζω μια ομάδα ποδοσφαίρου για έναν αγώνα, για τον οποίο κανείς δεν μου έχει δείξει πού είναι το τέρμα».
Στο τέρμα η αταξία, καμωμένη από κούραση. Ξεδιπλώνονται οι παραιτήσεις η μία μετά την άλλη. «Δεντροστοιχίες από μετέωρες κινήσεις, ψηλές οροσειρές ονείρων που δεν τα ονειρεύτηκα καλά-καλά, ασυνέπειες σαν φράχτες από θάμνους που χωρίζουν άδεια μονοπάτια, υποθέσεις σαν παλιές στέρνες χωρίς τους πίδακές τους σε λειτουργία, όλα μπερδεύονται και φαίνονται φτωχά στη θλιβερή αταξία των συγκεχυμένων αισθήσεών μου» (Το βιβλίο της ανησυχίας, τόμος Α’, σελ. 81, εκδ. Εξάντας). Το ακαθόριστο, για άλλη μια φορά, μας ζορίζει ή μας ορίζει;
Φρικτή κούραση. Δεν βαραίνει όπως η σωματική. Δεν είναι το βάρος της γνώσης, γιατί όσο πιο πολλά μαθαίνουμε για τη «σωτηρία» μας, τόσο πιο λίγα ξέρουμε. Βαραίνει η διάθεση να μη θέλεις να έχεις σκέψη. Βαραίνουν τα στοιχεία που τείνουν να επαναλαμβάνονται και να σχηματίζουν ένα είδος μοτίβου, όπου τα αντίθετα οδηγούνται στην έσχατη (α)συνέπειά τους. Βαραίνει η δημόσια παραδοχή της ματαιότητας και των τριών προγραμμάτων. Βαραίνει η διεύρυνση της εντύπωσης ότι δεν εντείνεται το μαύρο για να συναντήσει το λευκό, αλλά το μαντικό.