Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Οι δουλειές πήγαιναν ολοένα και χειρότερα. Ανεργία, βαριά ατμόσφαιρα. Ο κοσμάκης αδημονούσε, μουρμούριζε, βλαστημούσε, ζητούσε τριγύρω του να αρπαχτεί από κάπου, μα δεν έβρισκε τίποτα. Κατηγορούσαν την κυβέρνηση για ανικανότητα και κακοήθεια.
Ανακατωσούρα ιδεών και συναισθημάτων, μια αδρανούσα ελίτ, «με ύφος πολυάσχολο και βαριεστημένο, μάλλον ηλικιωμένοι οι περισσότεροι, κοιλαράδες, φαλακροί, κατακόκκινοι, νυσταλέοι όλοι τους. Έμοιαζαν χορτάτοι άνθρωποι, γεμάτα πουγγιά, καλοφτασμένες καρριέρες, που δεν σκοτιζότανε για τίποτα στον κόσμο παρά μονάχα για την ακεραιότητα των εισοδημάτων τους», το τέλος της Μεγάλης Ιδέας, παράλληλες ιστορίες, χωρίς φαινομενικά συνεκτική γραμμή.
Δεν τολμώ να πω αφηγηματική, γιατί αν ακούσω άλλη μια φορά για «αφήγημα», δεν το γλιτώνω το οίδημα. Κλοτσάω το χρόνο.
Στην «Αργώ» του Θεοτοκά φτάνω για να δω αλλιώς τον δρόμο στον οποίο σέρνονται τα ελληνικά πράγματα. Δεν ξέρω αν συμβαίνει μόνο σε εμένα, αλλά μετά από οκτώ χρόνια στης κρίσης τα αλώνια, δεν με εκπλήσσει σχεδόν τίποτα. Σχεδόν, γιατί με εκπλήσσει που εκπλήσσονται κάποιοι, δυσάρεστα εννοείται.
Δεν μου κάνει αίσθηση ούτε το πολιτικό σκηνικό, ούτε το οικονομικό φονικό, ούτε καν το έπος το ευρωπαϊκό. Του κόσμου τα παράλογα τα βρίσκω λογικά και τούτο με νικά, γιατί το κενό θέλει να πληρωθεί, ακόμη και σε συνθήκες διαπλοκής του εντοπισμένου με το εκτοπισμένο.
Το κενό θέλει να πληρωθεί, ένας νέος εθνικός στόχος να βρεθεί. Πίσω στη δεκαετία του ‘30, που ‘χαν και τότε θέματα ταυτότητας και ποιότητας, «το καραβάκι της Αργώς ταξίδευε προς τις μεγάλες θάλασσες και τις μεγάλες φουρτούνες, προς το άγνωστο, προς το Χρυσόμαλλο Δέρας, που τους σαγήνευε και τους ενθουσίαζε, χωρίς να μπορούν να το καθορίσουν».
Με τους Αργοναύτες ξεχασμένους ή απογοητευμένους και θυμωμένους. Όπως και σήμερα. Απαισιοδοξία; «Θες να πεις πως η απαισιοδοξία μου είναι αδικαιολόγητη; Ah pardi. Μα πού ζεις, μωρέ, πού ζεις»; Του Ιάσονα τα παιδιά πλέουν με βαριά καρδιά.