Από την έντυπη έκδοση
Των Νατάσας Στασινού και Αγγελικής Κοτσοβού
To βρετανικό δημοψήφισμα χαρακτηρίστηκε η «μητέρα όλων των μαχών», με τους πάντες να αναγνωρίζουν -ανεξάρτητα από τη θέση τους- ότι θα επηρεάσει καθοριστικά το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν είναι, ωστόσο, η πρώτη φορά που οι πολίτες κλήθηκαν να πουν στην κάλπη την άποψή τους όχι μόνο για τη θέση της χώρας τους στην κοινότητα, αλλά και για την κατεύθυνση που θα πρέπει να ακολουθήσει η κοινότητα.
Δεκάδες δημοψηφίσματα έχουν διενεργηθεί για τη διεύρυνση της Ε.Ε., την έγκριση των Συνθηκών της ή τη συμμετοχή στη ζώνη του ευρώ. Στα έτη-σταθμούς περιλαμβάνονται το 1989, όταν δόθηκε το πράσινο φως στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, και το 2005, όταν Γάλλοι και Ολλανδοί είπαν «όχι» στο Ευρωσύνταγμα. Τότε είχαμε το πρώτο ηχηρό καμπανάκι για το όραμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης - ένα όραμα το οποίο οι ευρωπαϊκές ηγεσίες δεν πέτυχαν ποτέ να εξηγήσουν επαρκώς στους πολίτες τους και τελικά άφησαν να ξεθωριάσει. Τα τελευταία χρόνια, εν μέσω πολλαπλών κρίσεων, ο ευρωσκεπτικισμός έχει κερδίσει αισθητά έδαφος σε πολλά μέλη, όπως και στην Ελλάδα. Η χώρα μας τράβηξε πέρυσι το καλοκαίρι τα βλέμματα όλων με ένα δημοψήφισμα-εξπρές για τη συμφωνία με τους Ευρωπαίους εταίρους, στο οποίο επικράτησε το «Όχι... αλλά ναι». Ακολουθούν τα σημαντικότερα δημοψηφίσματα που συνδέονται με την Ε.Ε.
Διεύρυνση 1973: Η Γαλλία διενήργησε τον Απρίλιο του 1972 δημοψήφισμα για την αποδοχή των νέων μελών στο πλαίσιο της διεύρυνσης του 1973. Η συμμετοχή ήταν λίγο πάνω από το 60% και το 68% των Γάλλων είπε «ναι». Την ίδια χρονιά οι πολίτες της Ιρλανδίας (83,1%) και της Δανίας (63,3%) τάχθηκαν υπέρ της ένταξής τους, ενώ ο Νορβηγοί είπαν «όχι» (53,5%).
Το βρετανικό «ναι»: Το 1975 οι Βρετανοί επιβεβαίωσαν με 67,2% τη συμμετοχή τους στην Ε.Ε.
Η έξοδος της Γροιλανδίας: Το 1985 η ανεξάρτητη πια Γροιλανδία αποφάσισε αποχώρηση από την Ένωση, στην οποία είχε ενταχθεί το 1973 ως μέρος της Δανίας.
Συνθήκη του Μάαστριχτ (1989-93): Πριν αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις για τη Συνθήκη, το 1989, οι Ιταλοί κλήθηκαν να αποφασίσουν εάν θα δώσουν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τη λαϊκή εντολή να χαράξει νέα βήματα στην πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Το 88,1% είπε «ναι». Μετά την υπογραφή της Συνθήκης, το 1992, διεξήχθησαν για την επικύρωσή της δημοψηφίσματα στη Γαλλία (51,1% υπέρ), στην Ιρλανδία (68,7% υπέρ) και τη Δανία (50,7% κατά). Ακολούθησε δεύτερο δημοψήφισμα στη Δανία το 1993, στο οποίο το 56,8% ψήφισε υπέρ της Συνθήκης με εξαιρέσεις.
Διεύρυνση του 1995: Το 1994 προσήλθαν στις κάλπες για να αποφασίσουν εάν θα ενταχθούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση οι πολίτες της Αυστρίας, της Φινλανδίας, της Σουηδίας και της Νορβηγίας. Στις τρεις πρώτες χώρες το αποτέλεσμα ήταν θετικό. Οι Νορβηγοί απέρριψαν για δεύτερη φορά τη συμμετοχή τους.
Συνθήκη του Άμστερνταμ: Την επικύρωσαν με δημοψήφισμα, το 1998, η Ιρλανδία και η Δανία.
Συνθήκη της Νίκαιας: Οι Ιρλανδοί την απέρριψαν το 2001 με ποσοστό 53,9%, σε ένα δημοψήφισμα στο οποίο η συμμετοχή ήταν μόλις 34,8%. Ακολούθησε δεύτερο το 2002, με το 62% να λέει «ναι».
Διεύρυνση του 2004: Οχτώ από τα 10 προς ένταξη μέλη (Μάλτα, Σλοβενία, Ουγγαρία, Λιθουανία, Σλοβακία, Πολωνία, Τσεχία, Εσθονία και Λετονία) διενήργησαν δημοψηφίσματα για τη συμμετοχή τους με θετικό αποτέλεσμα.
Ευρωπαϊκό Σύνταγμα: Ορισμένες χώρες-μέλη της Ε.Ε. επέλεξαν τη λύση του δημοψηφίσματος για την επικύρωση της συνθήκης που καθιέρωνε το Ευρωσύνταγμα. Τέτοια δημοψηφίσματα πραγματοποιήθηκαν το 2005 σε Ισπανία (Φεβρουάριος 2005), Γαλλία (Μάιος 2005), Ολλανδία (Ιούνιος 2005) και Λουξεμβούργο (Ιούλιος 2005). Οι Ισπανοί ψηφοφόροι τάχθηκαν υπέρ του Ευρωσυντάγματος με ποσοστό 76,7%, όπως και οι πολίτες του Λουξεμβούργου, αν και με μικρότερο ποσοστό 56,5%. Σε Γαλλία όμως και Ολλανδία, οι πολίτες απέρριψαν το Ευρωσύνταγμα, με ποσοστά 54,9% στη Γαλλία και 61,5% στην Ολλανδία. Δημ. Τσεχίας, Δανία, Ιρλανδία, Πολωνία, Πορτογαλία και Βρετανία άλλαξαν τα σχέδια και δεν προχώρησαν στη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το Ευρωσύνταγμα.
Συνθήκη της Λισαβόνας: Μόνο μία χώρα-μέλος και συγκεκριμένα η Ιρλανδία ήταν υποχρεωμένη με βάση το συνταγματικό δίκαιο να προχωρήσει σε επικύρωση της Συνθήκης μέσω δημοψηφίσματος, η οποία και απορρίφθηκε από τους Ιρλανδούς με ποσοστό 53,2% στο δημοψήφισμα του Ιουνίου 2008.
Μετά την πρώτη «ετυμηγορία» των Ιρλανδών για τη Συνθήκη της Λισαβόνας, η κυβέρνηση του Δουβλίνου αποφάσισε τη διεξαγωγή και δεύτερου δημοψηφίσματος, στις 2 Οκτωβρίου του 2009, αφού πρώτα έλαβε κάποιες εγγυήσεις από την Ε.Ε. για ζητήματα όπως εθνική άμυνα, φορολογία και κανονισμούς περί αμβλώσεων. Στο δεύτερο δημοψήφισμα, το 67,1% τάχθηκε υπέρ της Συνθήκης.
Διεύρυνση του 2013: Στις 22 Ιανουαρίου του 2012, οι πολίτες της Κροατίας τάχθηκαν με 66,27% υπέρ της ένταξης της χώρας τους στην Ε.Ε. Έναν χρόνο μετά και συγκεκριμένα το 2013, η Κροατία κατέστη το 28ο μέλος της Ε.Ε.
Ευρωπαϊκό Δημοσιονομικό Σύμφωνο: Για μία ακόμη φορά, οι Ιρλανδοί αποφάσισαν μέσω δημοψηφίσματος την επικύρωση ευρωπαϊκής συνθήκης. Στη διαδικασία που διεξήχθη στις 31 Μαΐου του 2012, το 60,3% των Ιρλανδών τάχθηκαν υπέρ του Ευρωπαϊκού Δημοσιονομικού Συμφώνου, που ενισχύει τους ευρωπαϊκούς κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Δανία, δημοψήφισμα του 2015: Το 53,11% των Δανών είχε «Όχι» σε περισσότερη Ευρώπη στο δημοψήφισμα που διεξήχθη τον Δεκέμβριο του 2015, απορρίπτοντας στενότερη συνεργασία με την Ε.Ε. σε τομείς όπως η Δικαιοσύνη και οι εσωτερικές υποθέσεις. Οι Δανοί αποφάσισαν κατά της άρσης των εξαιρέσεων της Δανίας από τις ευρωπαϊκές συνθήκες σε ορισμένους τομείς, παρά τους ισχυρισμούς της κυβέρνησης ότι η άρση των εξαιρέσεων θα συνέβαλε σε καλύτερη φρούρηση των συνόρων.
Ελληνικό «ναι» - «όχι» το 2015
Το 2015, κατά την κορύφωση της ελληνικής κρίσης χρέους και εν μέσω των εντεινόμενων κινδύνων περί Grexit, ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, προανήγγειλε στις 28 Ιουνίου τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος την 5η Ιουλίου 2015 για τους όρους του προγράμματος διάσωσης. Το δημοψήφισμα ήταν το πρώτο από το 1974 και το μοναδικό στη σύγχρονη ελληνική ιστορία που δεν αφορούσε τη μορφή του πολιτεύματος. Στο δημοψήφισμα, το 61% των Ελλήνων ψήφισε «Όχι» στα μέτρα λιτότητας, απορρίπτοντας τους όρους του μνημονίου. Το δημοψήφισμα διαδέχθηκε η υπογραφή του τρίτου μνημονίου των 86 δισ. ευρώ, που προέβλεπε ακόμη πιο αυστηρούς όρους σε σύγκριση με το πρόγραμμα που απορρίφθηκε.