Από την έντυπη έκδοση
Της Αγγελικής Κοτσοβού
[email protected]
Στην εμπορική του αποστολή στην Κίνα το 2013, ο Βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον είχε προτείνει την αντικατάσταση των γερμανικών ή των γαλλικών στα σχολεία της Βρετανίας με την εκμάθηση των κινεζικών.
Η πρότασή του είναι ενδεικτική της μετατόπισης του κέντρου βάρους προς τη σύσφιγξη των σινο-βρετανικών σχέσεων, σε βάρος των σχέσεων της γηραιάς Αλβιόνας με τους μεγάλους εταίρους της Ευρώπης.
Δύο χρόνια μετά, οι ηγέτες δύο εκ των μεγαλυτέρων οικονομιών του πλανήτη ανανεώνουν το ραντεβού τους.
Η επίσκεψη του Κινέζου προέδρου Σι Τζινπίγκ στη Βρετανία αποτελεί την πρώτη επίσκεψη Κινέζου αρχηγού κράτους στη χώρα την τελευταία δεκαετία.
Ο προκάτοχός του, Χου Τζιντάο, είχε περιοδεύσει στο Ηνωμένο Βασίλειο το 2005, επί πρωθυπουργίας Τόνι Μπλερ.
Πολλά έχουν αλλάξει στη δεκαετία που μεσολάβησε, με κυριότερο την ολοένα και μεγαλύτερη επιρροή που ασκεί η Κίνα στα παγκόσμια οικονομικά δρώμενα.
Με ΑΕΠ που υπερβαίνει τα εννέα τρισ. δολάρια και μια εσωτερική αγορά με περισσότερους από ένα τρισεκατομμύριο καταναλωτές, είναι φυσικό που η βρετανική κυβέρνηση έχει θέσει φιλόδοξους στόχους ως προς τις εμπορικές συναλλαγές των δύο πλευρών, προσβλέποντας ταυτοχρόνως να διεκδικήσει μεγαλύτερο μερίδιο από τις κινεζικές επενδύσεις.
Η σημασία της Κίνας ως εμπορικού εταίρου για τη Βρετανία αποκτά βαθύτερο νόημα σε μια εποχή σοβαρών οικονομικών προκλήσεων.
Στο όραμα του πρωθυπουργού Κάμερον για τη «χρυσή εποχή» των σινο-βρετανικών εμπορικών σχέσεων, η Κίνα αναδεικνύεται μέσα στην επόμενη πενταετία ως ο δεύτερος σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της Αγγλίας, μετά τις ΗΠΑ.
Μπορεί, βέβαια, ο κινεζικός «δράκος» να έχει χάσει μέρος της δυναμικής του, δεν παύει όμως να αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο.
Η επίσκεψη του προέδρου Σι συνοδεύεται και από προσδοκίες για την υπογραφή συμφωνιών, άνω των 30 δισ. στερλινών (46,4 δισ. δολαρίων).
Η Βρετανία αποτελεί τον σημαντικότερο πόλο έλξης κινεζικών επενδύσεων στην Ευρώπη, επενδύσεις που ανήλθαν στα 16 δισ. δολάρια στο διάστημα 2000-2014, τη στιγμή που σε Γερμανία και Γαλλία άγγιξαν τα οκτώ δισ. δολάρια.
Κάθε νόμισμα όμως έχει πάντοτε δύο όψεις.
Με τα «δώρα» του Πεκίνου να είναι κάτι παραπάνω από δελεαστικά, η Ντάουνινγκ Στριτ εστιάζει στο όραμα για μια Βρετανία-πύλη των κινεζικών επενδύσεων στη Δύση, παρά τα πυρά που δέχθηκε το Λονδίνο λόγω της σιωπής του στο ζήτημα παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα.
Επιλέγει, επίσης, να κωφεύσει απέναντι στους ισχυρισμούς περί βιομηχανικής κατασκοπείας ή κυβερνοεπιθέσεων.
Προτιμά, στη δεδομένη στιγμή, να μιλήσει στη «γλώσσα των Χαν», υποδεχόμενη με δόξες και τιμές την κινεζική αντιπροσωπεία.