Η διανοητική δύναμη του ανθρώπου φτάνει στο ύψιστο σημείο απόδοσης στην ηλικία των 22 ετών και στη συνέχεια στην ηλικία των 27 ετών ξεκινά να έχει σταδιακή απώλεια, σύμφωνα με έρευνα του πανεπιστημίου της Βιρτζίνια.
Η έρευνα διήρκεσε επτά χρόνια και σε αυτή συμμετείχαν 2.000 υγιή και μορφωμένα άτομα από 18 έως 60 ετών.
Οι συμμετέχοντες εξετάστηκαν ως προς τις ικανότητες λογικής, ταχύτητας σκέψης και χωροταξικής νοητικής απεικόνισης. Για να αξιολογήσουν την ευστροφία του εγκεφάλου τους οι επιστήμονες τους υπέβαλαν σε τυποποιημένα τεστ τα οποία περιλαμβάνουν ανάκληση στη μνήμη λέξεων, συμβόλων, σχημάτων και λεπτομερειών από διηγήσεις καθώς, και σε τεστ στα οποία κλήθηκαν να λύσουν ένα πάζλ, να βρουν λεξιλόγια και σε κάποια γενικής πληροφόρησης.
Με τα τεστ αυτά οι ειδικοί προσπάθησαν να επισημάνουν σε ποια χρονικά διαστήματα ξεκινά η επιδείνωση τα μνήμης, σε ποια υπάρχει σταθεροποίηση ή ακόμα και βελτίωση των δυνατοτήτων του εγκεφάλου.
Με την έρευνα αυτή οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι η μέγιστη απόδοση στα τεστ των διανοητικών δυνατοτήτων είχε επιτευχθεί στην ηλικία των 22 ετών και η πρώτη επιδείνωση άρχιζε στην ηλικία των 27 ετών όπου παρατήρησαν την μείωση της ταχύτητας ανταπόκρισης του ατόμου στα διάφορα τεστ και ειδικά στην επίλυση των πάζλ.
Παρατήρησαν επίσης ότι η μνήμη μετά την πτώση στην ηλικία των 27 ετών, παρέμενε σταθερή για 10 χρόνια μέχρι την ηλικία των 37 ετών.
Επιπροσθέτως διαπίστωσαν ότι μέχρι την ηλικία των 60 ετών, οι ικανότητες των ανθρώπων στη χρήση του λεξιλογίου παρουσίαζαν αύξηση, καθώς με τα χρόνια συσσώρευαν γνώσεις, εμπειρίες και πληροφορίες.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, η κατανόηση των μηχανισμών γήρανσης του εγκεφάλου είναι δυνατόν να επιτρέψει την πρόοδο στην αντιμετώπιση με νέες θεραπείες ασθενειών που χαρακτηρίζονται από απώλεια μνήμης όπως είναι το Αλτσχάιμερ και άλλες μορφές άνοιας. Ενώ, θα μπορεί να βοηθήσει τους ανθρώπους να προστατεύουν τον εγκέφαλο τους και να τον προφυλάσσουν από τις απώλειες που προκαλεί η φυσιολογική γήρανση.