Από την έντυπη έκδοση
Του Πάνου Φ. Κακούρη
[email protected]
Τον όρο της «ήπιας προσαρμογής», που είχε χρησιμοποιήσει ο πρώην υπουργός Οικονομικών Γιώργος Αλογοσκούφης το 2004, δανείστηκε το Μ. Μαξίμου, προκειμένου να περιγράψει τις μακροοικονομικές προβλέψεις της συμφωνίας με τους θεσμούς και τους στόχους για χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα σε σύγκριση με τα αρχικώς προβλεπόμενα.
Σε συνδυασμό και με το περιεχόμενο του non paper της κυβέρνησης, όπου παρουσιάζονται λίγο-πολύ ως επιτυχίες τα μέτρα, στόχος είναι να προβληθεί επικοινωνιακά, πως εκτός από την ήπια προσαρμογή, έχουμε και ένα… ήπιο μνημόνιο, που εξασφαλίζει χρηματοδότηση περίπου 85 δισ. ευρώ.
Πρέπει να θυμηθούμε, όμως, ότι η «ήπια προσαρμογή» του 2004 και των επόμενων ετών δεν είχε καλό τέλος και οδήγησε στο πρώτο μνημόνιο του 2010, ενώ σε ό,τι αφορά τα περί «ήπιου μνημονίου», όσο ξεφυλλίζει κανείς τον κατάλογο των προαπαιτούμενων συμπεραίνει πως έχουμε μία από τα ίδια.
Η δημοσιονομική προσαρμογή υπερισχύει της ανάπτυξης και η οικονομία θα επανέλθει σε ύφεση, σύμφωνα τουλάχιστον με τις επίσημες προβλέψεις.
Ανάκαμψη αναμένουν κυβέρνηση και θεσμοί από το β’ εξάμηνο του 2016, αν και προηγούμενες προβλέψεις, κυβέρνησης και θεσμών, αποδείχτηκαν παντελώς άστοχες.
Το 2010 προέβλεπαν ανάπτυξη από το 2012, αλλά ήρθε δύο χρόνια μετά, το 2014. Το κείμενο της συμφωνίας αναδύει επίσης ένα έντονο προεκλογικό άρωμα.
Πολλές σημαντικές αποφάσεις, για αγρότες, εργασιακά κ.λπ. μετατίθενται για το φθινόπωρο, διευκολύνοντας έτσι τον σχεδιασμό για εκλογές μέχρι τον Οκτώβριο, χωρίς τα «αγκάθια», μέσα από τις οποίες θα ξεφορτωθεί την εσωτερική αντιπολίτευση.
Αβίαστα έρχεται και το ερώτημα.
Γιατί όλα αυτά που θεωρούνται σήμερα πως ήταν αναπόφευκτα, δεν υλοποιήθηκαν έξι ή έστω δύο ή τρεις μήνες νωρίτερα; Δεν θα λάβουμε ποτέ απάντηση.
Εν πάση περιπτώσει, ελλείψει άλλης εναλλακτικής, η οικονομία θα πορευτεί μέσα από το τρίτο μνημόνιο και θα αναζητήσει μέσα από αυτό διέξοδο και αναπτυξιακή προοπτική.
Η προσπάθεια είναι σαφώς δυσκολότερη, καθώς το αυτοκίνητο που σταματά στην ανηφόρα δυσκολεύεται κατόπιν να ξεκινήσει, αλλά δεν είναι αδύνατο, υπό προϋποθέσεις.
Πρώτη και βασική προϋπόθεση είναι η αποκατάσταση της κεφαλαιακής επάρκειας και της ρευστότητας των τραπεζών, ώστε να ξεκινήσει έστω και δειλά η χρηματοδότηση της οικονομίας.
Η κυβέρνηση διαμηνύει πως οι τράπεζες θα ανακεφαλαιοποιηθούν μέχρι το τέλος του 2015 και άμεσα θα ενισχυθούν τουλάχιστον με 10 δισ. ευρώ, ενώ δεν υπάρχει πλέον κανένας απολύτως κίνδυνος για «κούρεμα» καταθέσεων.
Δεύτερη προϋπόθεση είναι η αποπληρωμή των χρεών του Δημοσίου προς τους ιδιώτες προμηθευτές.
Τρίτη προϋπόθεση είναι η απορρόφηση με ταχύτατους ρυθμούς των 35 δισ. ευρώ του πακέτου Γιούνκερ.
Τέταρτη προϋπόθεση είναι η άρση της αβεβαιότητας στην οικονομία και στην κοινωνία, που δεν διασφαλίζεται με συνεχείς εκλογικές αναμετρήσεις.