Από την έντυπη έκδοση
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Την ώρα που οι ελληνικές τράπεζες περιμένουν εναγωνίως τη συμφωνία για την ανακεφαλαιοποίησή τους, τα μεγάλα πιστωτικά ιδρύματα της Ευρωζώνης αφήνουν πίσω τους την κρίση.
Η κεφαλαιακή επάρκειά τους έχει ενισχυθεί σημαντικά και η κερδοφορία καλπάζει. Θα περίμενε λοιπόν κανείς να έχουν ανοίξει οι στρόφιγγες της χρηματοδότησης για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ασθενούς ευρωπαϊκής οικονομίας. Τα πράγματα, όμως, δεν έχουν έτσι.
Σύμφωνα με το Bloomberg, οι 10 μεγαλύτερες -βάσει ενεργητικού- τράπεζες της Ευρωζώνης εμφάνισαν το δεύτερο τρίμηνο συνολικά καθαρά κέρδη ύψους 11,4 δισ. ευρώ, την καλύτερη επίδοση από το 2011. Ολες είδαν έσοδα και κέρδη να αυξάνονται σε διψήφιο ποσοστό, παρά τις προκλήσεις, όπως τα υψηλά πρόστιμα για εμπλοκή σε σκάνδαλα χειραγώγησης τιμών.
Εχουν γυρίσει σελίδα και το έχουν κάνει με τη στήριξη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία έχει προσφέρει απλόχερα φθηνή ρευστότητα. Οταν, όμως, πριν από ένα χρόνο η ΕΚΤ αποφάσιζε την παροχή νέας στοχευμένης ρευστότητας προς τις ευρωπαϊκές τράπεζες, έθεσε ως όρο αυτή να «περάσει» στην πραγματική οικονομία. Τότε υπήρξαν προσδοκίες για τονωτική ένεση στις επιχειρήσεις και ασθενική ανάκαμψη. Αυτές διαψεύδονται.
Υστερα από περίπου τρία χρόνια συνεχούς πιστωτικής συρρίκνωσης στη ζώνη του ευρώ, τον Μάιο και τον Ιούνιο οι χορηγήσεις τραπεζικών δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα αυξήθηκαν μεν, αλλά μόλις 0,5% και 0,6% αντίστοιχα. Η αύξηση αφορούσε δε αποκλειστικά τα στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια. Οι χορηγήσεις προς επιχειρήσεις συνέχισαν να υποχωρούν.
Και εάν τα προηγούμενα χρόνια αυτό οφειλόταν στην απροθυμία και των εταιρειών να επιβαρυνθούν με νέα δάνεια, σήμερα αποδίδεται περισσότερο στην επίμονη επιφυλακτικότητα των ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών κολοσσών.
Από τα bail outs, με χρήματα φορολογουμένων, κατά την κορύφωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης έως τις συνεχείς ενέσεις ρευστότητας από την ΕΚΤ, οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν λάβει σημαντικά στηρίγματα. Εφτασε μάλλον η ώρα να προσφέρουν και εκείνες το δικό τους στην οικονομία.