Στην επισήμανση ότι η χρήση της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου πρέπει να επιλέγεται όταν υπάρχουν εξαιρετικά επείγουσα και απρόβλεπτη ανάγκη προβαίνει ο Δικηγορικός Σύλλογος της Αθήνας με αφορμή την ΠΝΠ που εξέδωσε η Κυβέρνηση για τα ταμειακά των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης και των ΟΤΑ.
Όπως τονίζει «η χρήση της νομοθετικής καταφυγής στις Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου πρέπει να επιλέγεται όλως εξαιρετικώς και όταν τούτο επιβάλλεται από επείγοντες λόγους και απρόβλεπτα περιστατικά σύμφωνα με τη ρητή συνταγματική επιταγή του άρθρου 44 παρ. 1 Σ 75/86/01.
Μάλιστα, η «εξαιρετικά επείγουσα και απρόβλεπτη ανάγκη» πρέπει να μνημονεύεται με συγκεκριμένο τρόπο, έστω και περιληπτικά, στο σώμα της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου. Ο νομικός κόσμος της χώρας με αποφασιστικότητα στηλίτευσε την σωρεία και την ευκολία με την οποία εκδόθηκαν Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου από το 2010 έως τώρα, τούτο δε και για λόγους δημοκρατικής και κοινοβουλευτικής τάξης, αλλά και για λόγους συνταγματικότητας, αφού συχνά ούτε οι συνταγματικές προϋποθέσεις για την έκδοσή τους συνέτρεχαν».
Τονίζει δε, ότι «η επίμαχη Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου τελεί σε προφανή αναντιστοιχία με την συνταγματική τάξη, καθώς α) δεν μνημονεύεται ούτε στο σώμα της, ούτε στην αιτιολογία της κανένας λόγος ή καμία εξαιρετική ή απρόβλεπτη περίσταση που οδήγησε στη θέσπισή της. Αντίθετα, η οικονομική αναγκαιότητα της οποία γίνεται επίκληση μόνον άγνωστη και μόνο αιφνίδια δεν είναι. β) παρεμβαίνει ανεπίτρεπτα στην οικονομική διαχείριση των πόρων αυτοδιοικούμενων νομικών προσώπων, όπως οι Ο.Τ.Α. α΄ ή β΄ βαθμού και τα ΑΕΙ/ΤΕΙ κατά παράβαση των συνταγματικών προβλέψεων που προβλέπουν και την οικονομική αυτοτέλειά τους (άρθρο 102 παρ. 2, 16 παρ. 5 Σ.)».
Ο Δικηγορικός Σύλλογος της Αθήνας επισημαίνει ότι «η ρύθμιση περιορίζεται σε μία αόριστη, γενικόλογη και για αυτό άκρως επικίνδυνη αναφορά σε φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, τα χρηματικά διαθέσιμα των οποίων, μονομερώς και χωρίς τη συναίνεσή τους διατάσσεται να μεταφερθούν σε λογαριασμούς της ταμειακής διαχείρισης στην Τράπεζα της Ελλάδος. Ανεξάρτητα από ότι οι Δικηγορικοί Σύλλογοι δεν ανήκουν σύμφωνα με το άρθρο 89 ν. 4194/2013 (Κώδικας Δικηγόρων), βλ. και ΠΟΛ 1022/15 Γ.Γ.Δ.Ε. στους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης που τηρείται στο Μητρώο της ΕΛΣΤΑΤ, δεν είναι ούτε νόμιμο ούτε ορθό να αντιμετωπίζονται αδιακρίτως και να εντάσσονται στους Φ.Γ.Κ. νομικά πρόσωπα ή οντότητες, που οι πόροι τους δεν προέρχονται από κρατικές ενισχύσεις ή πόρους αλλά από ιδιωτικά μέσα και πηγές. Ούτε βεβαίως είναι νόμω και ουσία επιτρεπτό να αυξομειώνεται το Μητρώο Φορέων Γενικής Κυβέρνησης ανάλογα με την εκάστοτε βούληση της εκτελεστικής εξουσίας χωρίς σαφή και ρητή νομοθετική πρόβλεψη, αλλά και χωρίς συγκεκριμένη αιτιολογία. Πολλώ μάλλον επί νομικών προσώπων, στα οποία το Σύνταγμα επιφυλάσσει αυτοτελή και αυτόνομη διοίκηση».
Καταλήγοντας στην ανακοίνωση αναφέρεται ότι «ο Δ.Σ.Α. δεν θα παύσει να αρθρώνει υπεύθυνο λόγο, πάντοτε υπέρ της νομιμότητας ανεξάρτητα από τους εκάστοτε πολιτικούς συσχετισμούς. Θα επιμένει δε να υπομιμνήσκει σε όσους ομίλησαν και δη όλως προσφάτως περί πεισματικής εμμονής τους στην τήρηση νομιμότητας, ότι η χθεσινή επιλογή τους δεν βρίσκεται σε αντιστοιχία με τις νωπές διακηρυκτικές ρηματικά δεσμεύσεις τους».
Δεν παύει δε ο ΔΣΑ να υπενθυμίζει ότι, όπως σταθερά έπραττε και στο παρελθόν, θα συνεχίσει, μετερχόμενος κάθε νόμιμο μέσο, να προασπίζεται την νομιμότητα και το δημόσιο συμφέρον.
Newsroom naftemporiki.gr