Για συκοφάντηση των θέσεών του στο θέμα του επανελέγχου των συμβάσεων των εργαζομένων στην Τοπική Αυτοδιοίκηση εκ μέρους της κυβέρνησης κάνει λόγο το Τμήμα Αυτοδιοίκησης του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ καταγγέλλει την κυβέρνηση για την πολιτική της, λέγοντας πως για πολλοστή φορά, «καταφεύγει στην επιχείρηση "κοινωνικός αυτοματισμός", προκειμένου να συκοφαντήσει στα μάτια των πολιτών και να "τσουβαλιάσει" συλλήβδην όσους αντιτίθενται στην εκστρατεία ανεύρεσης υποψήφιων προς απόλυση και παράδοσης ολόκληρων τομέων της δημόσιας ζωής στην ιδιωτική πρωτοβουλία, στην οποία η ίδια κατ' εντολή της τρόικας έχει επιδοθεί».
Η αξιωματική αντιπολίτευση κάνει λόγο για κόλπο του υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης, το οποίο, όπως τονίζει «δεν πιάνει πλέον».
Ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει λέγοντας πως οι διάφοροι «ευφημισμοί», όπως η «αξιολόγηση» ή ο «επανέλεγχος» των συμβάσεων επιχειρούν να αποκρύψουν την πραγματικότητα.
Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης αναφέρει πως «οι ίδιοι άνθρωποι που επί δεκαετίες μετέτρεψαν το ελληνικό Δημόσιο σε δικομματικό μιλούν τώρα για δήθεν χιλιάδες παράνομους υπαλλήλους με πλαστά πιστοποιητικά».
Μάλιστα διερωτάται για ποιο λόγο αποκρύπτεται ότι ο έλεγχος των πλαστών πιστοποιητικών είναι μια ξεχωριστή διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη σε όλο το Δημόσιο και ουδείς εμπόδισε.
Προσθέτει δε πως τη διαδικασία ελέγχου εύκολα μπορεί να κάνει το ΑΣΕΠ, το οποίο και διαθέτει όλους τους σχετικούς φακέλους.
Επίσης επιρρίπτει ευθύνες σε όσους, όπως υπογραμμίζει, επί δεκαετίες δημιουργούσαν στρατιές συμβασιούχων, οι περισσότεροι εκ των οποίων, όπως λέει, παρέμεναν επί χρόνια όμηροι της ανανέωσης ή μη της σύμβασής τους, παρά το γεγονός ότι κάλυπταν, και μάλιστα επιτυχώς, πάγιες και διαρκείς ανάγκες σε κρίσιμους τομείς.
«Όσοι πούλησαν πολιτικά ως ρουσφέτι το προεδρικό διάταγμα 164/2004 με το οποίο η χώρα μας έκανε το αυτονόητο -να συμμορφωθεί με την ευρωπαϊκή Οδηγία για τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου- μιλούν τώρα για δήθεν "παράνομους" εργαζομένους» συνεχίζει ο ΣΥΡΙΖΑ και θέτει το ερώτημα για ποιο λόγο το ΑΣΕΠ ενέκρινε εξαρχής τις μετατροπές των συμβάσεων.
Θέση του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι οι αιρετοί της Αυτοδιοίκησης επιλέχθηκαν από τους πολίτες για να υπηρετούν το συμφέρον των δήμων και τις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών και προσθέτει ότι είναι αδύνατο να δεχθούν να καταστούν συνένοχοι στην περαιτέρω υλοποίηση των μνημονιακών σχεδιασμών, στην περαιτέρω διάλυση της Αυτοδιοίκησης, μέσα από πολιτικές, θεσμικές και κινηματικές πρωτοβουλίες, σε συνεργασία με τα δημοτικά συμβούλια, τους υπηρεσιακούς παράγοντες, τους εργαζομένους και τους πολίτες.
Τέλος η ανακοίνωση καταλήγει πως «οι δήμοι έχουν τις δυνατότητες να προβούν σε διεξοδικούς ελέγχους, και τώρα και διαρκώς, και να εντοπίσουν κάθε παρανομία, χωρίς το “κυνήγι μαγισσών” του κ. Μητσοτάκη».
Για σκοπιμότητα καταγγέλλει τον ΣΥΡΙΖΑ το ΠΑΣΟΚ
Εν τω μεταξύ σε ανακοίνωση - απάντηση που εξέδωσε ο Τομέας Δημόσιας Διοίκησης και ο Τομέας Τοπικής Αυτοδιοίκησης του ΠΑΣΟΚ αναφέρει πως η επιλογή 19 Δημάρχων, που υποστηρίχθηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ στις τελευταίες εκλογές, όπως και η προαναγγελθείσα πρόθεση της Περιφερειάρχου Αττικής κ. Δούρου, να μην επιτρέψουν τον έλεγχο νομιμότητας των προσλήψεων υπαλλήλων των φορέων στους οποίους ηγούνται, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την καθολική απαίτηση της ελληνικής κοινωνίας για απόλυτη διαφάνεια και αξιοκρατία στη συγκρότηση και λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών.
Βρίσκει καθολικά αντίθετη και την συντριπτική πλειοψηφία των δημοσίων υπάλληλων, συνεχίζει το ΠΑΣΟΚ και προσθέτει πως παραβιάζει το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της Αυτοδιοίκησης, όπως και τις αρχές ενός σύγχρονου κράτους δικαίου.
Το ΠΑΣΟΚ σημειώνει πως «εμπλέκουν σκόπιμα τον έλεγχο των πιστοποιητικών με την αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων, προκειμένου να προκληθεί φόβος και ανασφάλεια στη διοίκηση και να κρυφτούν οι πιθανοί επίορκοι».
«Για μια ακόμη φορά δηλώνουμε κατηγορηματικά, ότι μετά την προσπάθεια του ΠΑΣΟΚ, η αξιολόγηση των εργαζομένων στη δημόσια διοίκηση αποσυνδέθηκε πλήρως από τις απολύσεις και τις δυσμενείς μισθολογικές εξελίξεις».
Τέλος το ΠΑΣΟΚ υπογραμμίζει πως η έξοδος της χώρας από την κρίση απαιτεί να συγκροτηθεί, με ταχύτερους ρυθμούς, ένα νέο κράτος, μια νέα δημόσια διοίκηση, με κύρος που θα αναγνωρίζεται από τους πολίτες, σε όλες τις κλίμακες, επιτελική, αποτελεσματική, που θα λειτουργεί με διαφάνεια και θα είναι φιλική στην επιχειρηματικότητα και τον πολίτη.