Η κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον Ματέο Ρέντσι σχεδιάζει, όπως δήλωσε ο υφυπουργός Εσωτερικών Ντομένικο Μαντσιόνε, να προωθήσει ένα μέτρο που προβλέπει ότι θα χορηγείται αυτόματα η ιταλική υπηκοότητα στα παιδιά των πολιτικών προσφύγων τα οποία γεννιούνται στην επικράτεια της χώρας.
Ο κ. Μαντσιόνε αναφέρθηκε στο θέμα κατά την διάρκεια συνεδρίου που διεξήχθη σε αίθουσα της ιταλικής Βουλής.
Ο υφυπουργός Εσωτερικών εξήγησε ότι η κυβέρνηση Ρέντσι δεν σκοπεύει να υιοθετήσει κάποιο καινούριο μέτρο, αλλά να προχωρήσει σε νέα ερμηνεία της ήδη υπάρχουσας νομοθεσίας που αφορά στους πολίτες των οποίων έχει αφαιρεθεί η αρχική τους ιθαγένεια.
Τα παιδιά τους δικαιούνται αυτόματα την στιγμή της γέννησή τους να λάβουν την ιταλική υπηκοότητα, διευκρίνισε ο ίδιος. Η ερμηνευτική προσέγγιση της ιταλικής κυβέρνησης βασίζεται στο ότι το καθεστώς του πρόσφυγα στον οποίο χορηγείται άσυλο είναι παρόμοιο – σχεδόν ταυτόσημο – με εκείνο των αλλοδαπών χωρίς ιθαγένεια.
Ιταλικά μέσα ενημέρωσης τονίζουν ότι παρά το ότι μόνον φέτος υποβλήθηκαν στο υπουργείο Εσωτερικών στη Ρώμη πάνω από 21.000 αιτήσεις για χορήγηση ασύλου, στην πραγματικότητα – σε περίπτωση που η κυβέρνηση προχωρήσει στην νέα αυτή «ερμηνεία» περί υπηκοότητας στα παιδιά των πολιτικών προσφύγων – η πρακτική εφαρμογή της, σε ένα πρώτο στάδιο, δεν αναμένεται να ξεπεράσει τις 200 περιπτώσεις.
Άμεση ήταν η αντίδραση του ξενοφοβικού κόμματος Λέγκα του Βορρά: η σημερινή κυβέρνηση «είναι μια κυβέρνηση (υπέρ) των μεταναστών. Ο Ρέντσι, ως απόλυτος μονάρχης, έχει την απαίτηση να αλλάξει ένα νομικό καθεστώς με μια απλή ερμηνευτική εγκύκλιο. Και η Κεντροδεξιά του (Αντζελίνο) Αλφάνο είναι συνεργός στην προσπάθεια», υποστήριξαν οι βουλευτές της Λέγκας Νικόλα Μολτένι και Γκουίντο Γκουιντέζι.
Η υπουργός αρμόδια για την ένταξη των μεταναστών Σεσίλ Κιένγκε, η οποία κατάγεται από το Κονγκό, προσπαθούσε ως την παραίτηση της κυβέρνησης του Ενρίκο Λέτα, τον περασμένο Φεβρουάριο, να επιτύχει την αλλαγή του νόμου και την χορήγηση της ιταλικής υπηκοότητας σε όλα τα παιδιά των μεταναστών τα οποία γεννιούνται στην Ιταλία.
Η έγκριση της διάταξης όμως δεν υπήρξε δυνατή, λόγω της αρνητικής στάσης της Κεντροδεξιάς, ενώ και το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα – στο οποίο ανήκει η κ. Κιένγκε – δεν θεώρησε το θέμα πρωτεύουσας σημασίας.