Πρόταση με την οποία ζητεί αναγνώριση πλασματικού χρόνου ασφάλισης στους αντιρρησίες συνείδησης για το διάστημα φυλάκισης ή προσωρινής κράτησης, ανεξάρτητα από τον χρόνο θεμελίωσης του συνταξιοδοτικού τους δικαιώματος, τόσο για τους ασφαλισμένους του ιδιωτικού όσο και του δημοσίου τομέα, υπέβαλε ο Συνήγορος του Πολίτη στους υπουργούς Εργασίαςκαι Οικονομικών.
Όπως επισημαίνει η ανεξάρτητη Αρχή στο σχετικό πόρισμα, το ζήτημα επιχειρήθηκε να λυθεί με το άρθρο 40 του ν. 3996/2011, με το οποίο αναγνωρίζεται ο χρόνος αυτός ως συντάξιμος. Ουσιαστικά όμως, η ρύθμιση αυτή -παρατηρεί η Αρχή- καθίσταται άνευ αντικειμένου επειδή, αφενός ισχύει μόνο για όσους θεμελιώνουν δικαίωμα από 1/1/2011, βάσει των διατάξεων του ν. 3863/2010, (συνεπώς για περιορισμένο αριθμό ενδιαφερομένων) και αφετέρου, δεν περιλαμβάνει τους ασφαλισμένους του δημοσίου, για τους οποίους δεν υπάρχει σχετική πρόβλεψη.
Έτσι, ενώ όλοι οι υπηρετήσαντες τη θητεία τους, είτε ως ένοπλη είτε ως εναλλακτική, μπορούν να αναγνωρίζουν ασφαλιστικά τον χρόνο αυτόν, οι φυλακισθέντες για τους ίδιους λόγους -καθώς έως το 1997 δεν υπήρχε η δυνατότητα εναλλακτικής θητείας- συνεχίζουν να εξαιρούνται από τη ρύθμιση.
Επομένως, η εν λόγω ρύθμιση εισάγει ανισότητες, καθώς αντιμετωπίζονται διαφορετικά όσοι έχουν παράσχει εναλλακτική υπηρεσία λόγω συνείδησης και όσοι, για τον ίδιο ακριβώς λόγο, εξέτισαν ποινή φυλάκισης. Επίσης, οι τελευταίοι διαχωρίζονται χωρίς εμφανή λόγο, ανάλογα με το πότε και υπό ποιο νομοθετικό καθεστώς θεμελίωσαν συνταξιοδοτικό δικαίωμα.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Συνήγορος εκτιμά ότι διαιωνίζονται οι επιπτώσεις της αρχικής καταδίκης στη ζωή των αντιρρησιών συνείδησης, τις οποίες η Πολιτεία θέλησε να εξαλείψει, τόσο με την άρση του αξιόποινου όσο και με την δυνατότητα αναγνώρισης ασφαλιστικού χρόνου. Επιπλέον, παραβλέπεται η υποχρέωση σεβασμού στην αναγνωρισμένη και κατοχυρωμένη από την ευρωπαϊκή και ελληνική έννομη τάξη, ελευθερία σκέψης και ανάπτυξης της προσωπικότητας.
Η Αρχή θεωρεί ότι το δικαίωμα της ασφαλιστικής αναγνώρισης του χρόνου φυλάκισης των ανωτέρω, θα πρέπει να τεθεί αυτόνομα, όχι ως αντιστάθμισμα στην επιδείνωση της ασφαλιστικής νομοθεσίας, αλλά ως μέτρο αποκατάστασης μιας αδικίας εις βάρος μιας ομάδας πολιτών που για θρησκευτικούς ή ιδεολογικούς λόγους αρνήθηκαν την ένοπλη θητεία και φυλακίστηκαν υποστηρίζοντας το δικαίωμά τους αυτό.
Επίσης, εκτιμά ότι, μέσω της νομοθετικής ρύθμισης, θα αποκατασταθούν νομοτεχνικές ατέλειες και υφιστάμενες διακρίσεις σε αρμονία με τις δεσμεύσεις και την ήδη εκπεφρασμένη βούληση της Πολιτείας, για εξάλειψη κάθε διάκρισης, λόγω συνείδησης και πεποιθήσεων και κρίνει αναγκαία την ύπαρξη όμοιας ρύθμισης και για τους ασφαλισμένους του δημοσίου.